Ακολουθήστε το Kriti360 στο Facebook για να μην χάνετε είδηση.

Για δεκαετίες, η οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίχθηκε στην πίστη στο ελεύθερο εμπόριο και στην αποτελεσματικότητα των αγορών.

Γράφει ο Γιώργος Ατσαλάκης *

Οι ΗΠΑ αποτέλεσαν επί δεκαετίες τον εγγυητή της ειρήνης και της σταθερότητας. Κάτι το οποίο δεν μπορούν να αντέξουν πλέον οικονομικά να συνεχίσουν λόγω το τεράστιου χρέους των ΗΠΑ ($36 τρις, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ και τόκους εξυπηρέτησης του χρέους 13% του κρατικού προϋπολογισμού, ποσού μεγαλύτερου από τις στρατιωτικές δαπάνες. Συνολικά οι ΗΠΑ δαπανούν 37% παραπάνω από ότι εισπράττουν δημιουργώντας $1,8 τρις ετήσιο έλλειμα στον προϋπολογισμό τους). Για δεκαετίες, η οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίχθηκε στην πίστη στο ελεύθερο εμπόριο και στην αποτελεσματικότητα των αγορών. Οι ΗΠΑ υπήρξαν ο αρχιτέκτονας και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος υπέρμαχος ενός παγκόσμιου εμπορικού συστήματος που προωθεί την ελεύθερη ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Όμως το σύστημα αυτό, όπως φάνηκε στην πράξη, δεν λειτούργησε προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων. Αντιθέτως, οδήγησε σε μια διαρκή διάβρωση της παραγωγικής βάσης, σε επιμονή των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε αυξανόμενη εξάρτηση από φθηνές, εισαγόμενες πρώτες ύλες και καταναλωτικά προϊόντα. Το εμπορικό τους έλλειμα ξεπερνά τα $800 δις κατά έτος.

 

Σε αυτό που αναφέρθηκε ως Ημέρα Απελευθέρωσης, ο Τραμπ παρουσίασε μια λίστα χωρών και τους δασμούς που –κατά την εκτίμησή του– επιβάλλουν στις ΗΠΑ και τους δασμούς που αυτός επέβαλε. Η κίνηση αυτή συνοδεύτηκε από απότομη πτώση στο χρηματιστήριο. Η αγορά υποχώρησε δραματικά, με τον δείκτη S&P 500 να βιώνει το 15ο μεγαλύτερο αρνητικό άνοιγμα στην ιστορία του.

Οι προτάσεις του Τραμπ για νέους δασμούς περιλάμβαναν έως και 65% στην Κίνα, 27% στην Ινδία, 24% στην Ιαπωνία και 20% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι περισσότερες άλλες χώρες υπάγονται σε ενιαίο δασμό 10%. Εξαιρέσεις δόθηκαν στον Καναδά και το Μεξικό.

 

Η επίσημη μέση δασμολογική επιβάρυνση εκτοξεύτηκε σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και έναν αιώνα. Ωστόσο, οι δασμοί είναι ουσιαστικά φόροι που πληρώνονται από Αμερικανούς εισαγωγείς — όχι από ξένες κυβερνήσεις. Το κόστος αυτό μετακυλίεται στους καταναλωτές και δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις. Θα μπορούσε το κόστος να μετακυληστεί στις χώρες που εξάγουν προς τις ΗΠΑ εάν αυτές υποτιμήσουν αντίστοιχα το νόμισμα τους ή μειώσουν αντίστοιχο ποσοστό την τιμή πώλησης συμπιέζοντας το κέρδος τους.

 

Η λίστα των χωρών παρουσίαζε αδυναμίες, καθώς περιλάμβανε ακόμα και εδάφη όπως τα νησιά Χερντ και Μακντόναλντ, που κατοικούνται μόνο από πιγκουίνους. Το γεγονός ότι επιβλήθηκαν δασμοί 10% σε μια ακατοίκητη περιοχή προκαλεί ερωτήματα για την αξιοπιστία της μεθοδολογίας.

Αντίστοιχα, το Lesotho, ένα μικροσκοπικό βασίλειο στην Αφρική με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω των $1.000, τιμωρήθηκε με δασμούς 50%, παρόλο που το 90% της βιομηχανικής του δραστηριότητας αφορά την παραγωγή τζιν για εταιρείες όπως η Levi’s. Οι συνέπειες θα είναι σοβαρές για χιλιάδες εργαζόμενους.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόστηκαν και στη Μαδαγασκάρη, που εξάγει βανίλια στις ΗΠΑ. Η χώρα δεν έχει σχεδόν καθόλου δυνατότητα να εξισορροπήσει το εμπορικό της ισοζύγιο, καθώς δεν έχει αγοραστική δύναμη να εισάγει αμερικανικά προϊόντα. Ωστόσο, της επιβλήθηκε δασμός 47%.

 

Το βασικό ερώτημα παραμένει: αν αυτές οι χώρες ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, θα αρθούν οι δασμοί; Ή μήπως οι δασμοί θεωρούνται εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής;

Σε ομιλία του, ο JD Vance δήλωσε ότι «ένα εκατομμύριο φθηνές φρυγανιέρες δεν αξίζουν όσο μία θέση εργασίας στην αμερικανική μεταποίηση». Παρότι πρόκειται για υπερβολή, αποτυπώνει τη φιλοσοφία: λιγότερες εισαγωγές, περισσότερη εγχώρια παραγωγή.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν θέλουν αυτές τις εργοστασιακές δουλειές. Υπάρχουν ήδη 8 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας και οι περισσότεροι καταναλωτές προτιμούν μια φθηνή εισαγωγική συσκευή από το να δουλέψουν για να την κατασκευάσουν.

 

Ο προστατευτισμός έχει και κινδύνους: μειώνει τον ανταγωνισμό και μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα. Η Αργεντινή είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που υπέφερε από υπερπροστατευτική πολιτική.

Τα δασμολογικά μέτρα θα είναι πολύ δύσκολα στην εφαρμογή. Πολλά προϊόντα, όπως τα αυτοκίνητα, κατασκευάζονται από εξαρτήματα δεκάδων χωρών. Η διαχείριση και ο έλεγχος καταγωγής κάθε εξαρτήματος θα απαιτήσει τεράστιους πόρους και θα επιβαρύνει τις τιμές για τον καταναλωτή.

Ο Τραμπ απείλησε ακόμα και με ποινές φυλάκισης για όσους δηλώσουν λανθασμένα τη χώρα προέλευσης, αγνοώντας την πολυπλοκότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων. Συχνά, οι πρώτες ύλες προέρχονται από μία χώρα, ενώ η τελική συναρμολόγηση γίνεται σε άλλη.

Η επιβολή δασμών χωρίς σαφές στρατηγικό σχέδιο και με βάση αμφίβολα μαθηματικά μοντέλα, αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη επιχειρήσεων και καταναλωτών. Οι επενδύσεις παγώνουν και η κατανάλωση μειώνεται — κάτι που ήδη παρατηρείται στις ΗΠΑ, παρά τον διπλασιασμό των νέων θέσεων εργασίας τον περασμένο Μάρτιο.

 

Η απάντηση της Κίνας με δασμούς 34% σε αμερικανικά προϊόντα φέρνει τον κόσμο ένα βήμα πιο κοντά σε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανησυχούν ότι θα χρειαστεί να επιβάλουν και εκείνοι εμπόδια, αν πλημμυρίσουν από κινεζικά προϊόντα που εκτρέπονται από την αγορά των ΗΠΑ.

 

Ο ΜακΚίνλεϊ, στον οποίο αναφέρεται ο Τραμπ, εφάρμοσε παρόμοια πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο για να μειώσει τα φορολογικά έσοδα. Τελικά, όμως, εγκατέλειψε την πολιτική των δασμών όταν έγινε εμφανές ότι προκαλούσε πληθωρισμό και πολιτικό κόστος.

 

Ο Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, ο 25ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί ιστορικό σημείο αναφοράς για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος συχνά επικαλείται τον πρώην πρόεδρο ως πρότυπο δασμολογικής πολιτικής. Ωστόσο, η πλήρης ιστορία του ΜακΚίνλεϊ προσφέρει ένα πολύ πιο σύνθετο και διδακτικό παράδειγμα απ’ ό,τι αποτυπώνεται στην επιλεκτική μνήμη της πολιτικής ρητορικής.

 

Αν και ο ΜακΚίνλεϊ ξεκίνησε την προεδρία του αυτοπροσδιοριζόμενος ως «ο άνθρωπος των δασμών» και βασίστηκε σ’ αυτούς για να εδραιώσει την υποστήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας, η πολιτική του ατζέντα εξελίχθηκε. Οι δασμοί που επέβαλε δεν είχαν μόνο προστατευτικό χαρακτήρα, αλλά και δημοσιονομικό σκοπό: μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ είχαν πλεονασματικά έσοδα και ο ΜακΚίνλεϊ ήθελε να τα μειώσει, όχι να τα αυξήσει.

Το παράδοξο της εποχής ήταν ότι, αυξάνοντας τους δασμούς σχεδόν στο 50%, ο ΜακΚίνλεϊ κατάφερε να περιορίσει τις εισαγωγές και κατ’ επέκταση τα κρατικά έσοδα. Όμως η στρατηγική αυτή είχε κόστος: οι υψηλοί δασμοί οδήγησαν σε αύξηση τιμών και ενίσχυσαν τον πληθωρισμό, γεγονός που έπληξε τα λαϊκά στρώματα και προκάλεσε πολιτική φθορά.

Οι συνέπειες ήταν άμεσες. Στις επόμενες εκλογές, οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν την πλειοψηφία τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο κόσμος μπορεί να στηρίζει την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας σε επίπεδο αρχών, αλλά αντιδρά όταν αυτή μεταφράζεται σε ακριβότερα αγαθά και μειωμένη αγοραστική δύναμη.

Κατά τη δεύτερη του θητεία, ο ΜακΚίνλεϊ εγκατέλειψε την προσκόλληση στους δασμούς και ανέπτυξε μια πιο ανοιχτή εμπορική φιλοσοφία. Τάχθηκε υπέρ της μείωσης των δασμών, αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητοι για τα κρατικά έσοδα ή την προστασία των βιομηχανιών. Μάλιστα, υποστήριξε ότι η μείωσή τους θα μπορούσε να ενθαρρύνει και τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να πράξουν το ίδιο, ανοίγοντας νέες αγορές για τα αμερικανικά προϊόντα.

Δυστυχώς, η ιστορία δεν του επέτρεψε να εφαρμόσει πλήρως αυτή τη νέα στρατηγική: δολοφονήθηκε την επομένη της ομιλίας όπου παρουσίασε τη νέα του θέση. Τη σκυτάλη πήρε ο Θίοντορ Ρούζβελτ, ο οποίος ακολούθησε διαφορετική πολιτική διαδρομή.

Η περίπτωσή του όμως παραμένει εξαιρετικά διδακτική. Μας υπενθυμίζει ότι ο προστατευτισμός μπορεί να έχει άμεση απήχηση στο εκλογικό σώμα, αλλά και σημαντικές αρνητικές παρενέργειες. Μπορεί να προστατεύσει προσωρινά την παραγωγή, αλλά συχνά το κάνει εις βάρος της καταναλωτικής ευημερίας και της οικονομικής ευστάθειας.

Η σημερινή αναβίωση του δασμολογικού λόγου, είτε από τον Τραμπ είτε από άλλους, οφείλει να λάβει υπόψη της την πορεία του ΜακΚίνλεϊ. Οι δασμοί δεν είναι μαγική λύση. Χρειάζονται σχεδιασμό, διαφάνεια και, κυρίως, στρατηγικό όραμα που να συνδυάζει την παραγωγή με την εξωστρέφεια.

Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αυτούσια, αλλά συχνά κάνει ρίμα. Αν οι σημερινοί ηγέτες αγνοήσουν το τελικό συμπέρασμα της θητείας του ΜακΚίνλεϊ, ίσως βρεθούν αντιμέτωποι με τα ίδια πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα.

Η ιστορία του ΜακΚίνλεϊ μας θυμίζει ότι οι δασμοί μπορεί να είναι πρόσκαιρα αποτελεσματικοί, αλλά συχνά συνοδεύονται από:

– Κοινωνικές αντιδράσεις λόγω αυξημένων τιμών

– Πολιτικό κόστος

– Απώλεια εξαγωγικών ευκαιριών

Εν κατακλείδι, η στρατηγική των δασμών μπορεί να αποδειχθεί ένα δίκοπο μαχαίρι. Η περίπτωση του ΜακΚίνλεϊ δεν είναι μόνο ιστορική αναφορά — είναι προειδοποίηση για τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες που επιδιώκουν απλές λύσεις σε σύνθετα οικονομικά προβλήματα.

Το 21,3% των εισαγωγών της ΕΕ είναι από την Κίνα ενώ εισάγει μόνο 13,7% από τις ΗΠΑ. Η ΕΕ με το εμπορικό πλεόνασμα $250 δις που έχει με τις ΗΠΑ καλύπτει μέρος από το εμπορικό έλλειμα που έχει με την Κίνα ($280 δις). Η ΕΕ θα πρέπει άμεσα να έρθει σε συμφωνία με τις ΗΠΑ να αυξήσει τις εισαγωγές από ΗΠΑ και να μειώσει τις εισαγωγές από Κίνα. Μόνο  έτσι θα ωφεληθούν και οι δύο πλευρές, τα αντίποινα δασμών και οι πολιτικές αγκυλώσεις μόνο ζημιά θα κάνουν και στις δυο πλευρές.

*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης