Ακολουθήστε το Kriti360 στο Facebook για να μην χάνετε είδηση!

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα νιώθουμε οι φτωχότεροι μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Διερευνήσαμε, πέρα από τις οικονομικές, τις κοινωνικές συνθήκες που συντελούν σε αυτό το «συναίσθημα αποστέρησης».

 

ο δυσβάσταχτο κόστος ζωής είναι το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζουν όλοι οι πολίτες καθημερινά.

Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ, οι αυξήσεις στα ενοίκια, οι μισθοί που δεν ανεβαίνουν αποτελούν το πιο συχνό θέμα συζήτησης στους κοινωνικούς κύκλους αλλά και στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Τη στιγμή που στη Βουλή αντιπαρατίθενται κυβέρνηση και αντιπολίτευση για την ακρίβεια για ακόμη μια φορά, η Ελλάδα καταγράφεται πρώτη στην αίσθηση φτώχειας.

Ειδικότερα, σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες (66,8%) νιώθουν φτωχοί, το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο μέσος όρος της είναι μόλις 17,4%.

Όπως αποτυπώνεται στον χάρτη η Ελλάδα εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά με διαφορά στον δείκτη υποκειμενικής φτώχειας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι σημαίνει στην πράξη το γεγονός πως το μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας νιώθει φτώχεια;

Σημαίνει «ανυπαρξία ελπίδας-έλλειψη θετικής προσδοκίας και προοπτικής. Είναι ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο σε ψυχικό επίπεδο προκαλεί ατομικά αισθήματα ματαίωσης, ενδεχομένως χαμηλής αυτοεκτίμησης και καταθλιπτικής συστροφής αλλά και πιο ενεργά (ενδεχομένως ενεργοποιητικά) συναισθήματα θυμού και οργής», όπως σημείωσε στο ΒΗΜΑ ο Γεράσιμος Προδρομίτης, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας και Αντιπρύτανης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Στο επόμενο διάγραμμα φαίνεται ξεκάθαρα το χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ποσοστό της Ελλάδας είναι σχεδόν τετραπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ, που ήταν 17,4% το 2024.

Το ζήτημα δεν είναι αμιγώς οικονομικό, αλλά έχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.

«Αυτό το στοιχείο αντικατοπτρίζει τη διαδεδομένη αίσθηση οικονομικής δυσχέρειας στα ελληνικά νοικοκυριά, η οποία είναι κατά πολύ αυξημένη από αυτό που δείχνουν τα στοιχεία για το κατώφλι της φτώχειας ακόμα και για τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού», όπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ η Μαριανέλλα Κλώκα, Πρόεδρος ΔΣ του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας.

Το χάσμα Ελλάδας και Ευρώπης

Σε μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα ακολουθούν η Βουλγαρία με 37,4% και η Σλοβακία με 28,7%, ενώ στην Ολλανδία και τη Γερμανία το ποσοστό είναι μόλις 7,3%. Με άλλα λόγια, το ποσοστό Ελλήνων που δηλώνουν υποκειμενικά φτωχοί είναι σχεδόν διπλάσιο από της δεύτερης Βουλγαρίας και οκταπλάσιο από αυτό των Ολλανδών και Γερμανών.

«Ο δείκτης της σχετικής φτώχειας αφορά στη σχετική αποστέρηση πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή με υλικές και κοινωνικές στερήσεις ή που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή δραστηριότητα εργασίας που επιλέγονται από ειδικούς», όπως αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Λουκάς – κοινωνικός λειτουργός, μέλος ΔΣ του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (ΣΚΛΕ).

Αυτό το τεράστιο χάσμα υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα η οικονομική αβεβαιότητα και το γενικότερο αίσθημα επισφάλειας παραμένουν ισχυρά.

Το αποτύπωμα των αλλεπάλληλων κρίσεων

Το ζήτημα δεν είναι αμιγώς οικονομικό, αλλά έχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Οι σημερινές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ατομοκεντρισμό, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο καθηγητής Γ. Προδρομίτης «Σε μια κοινωνία κατακερματισμένη σε άτομα όλο αυτό αντιστοιχεί σε εσωτερίκευση του συνδρόμου ΤΙΝΑ (σ.σ. There Is No Alternative), εκφράζεται ως εγκλωβιστική απόσυρση στον ιδιωτικό μικρόκοσμο αλλά και σε μια μετάθεση επιθετικότητας προς στον άλλο, ως απότοκο της αποστέρησης».

Η ελληνική κοινωνία, στον απόηχο της κρίσης που ξεκίνησε πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, φαίνεται να ζει σε ένα διαρκές και γενικευμένο καθεστώς «υποκειμενικής φτώχειας». Αυτή η αίσθηση συνδέεται με την αποστέρηση οικονομικών και κοινωνικών αγαθών μέσα σε μία διαχρονική συνθήκη πολλαπλών κρίσεων. Όπως παρατηρεί ο Γιώργος Λουκάς, «ο δείκτης αυτός εκφράζει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας και την επίδραση των πολλαπλών κρίσεων, που διαδέχθηκαν η μία την άλλη».

Αυτό το πλέγμα αλλεπάλληλων κρίσεων από το 2008 έως σήμερα φαίνεται πως αποτυπώνεται στο ψυχισμό της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο δε το πως μπορεί να ιδωθεί η «υποκειμενική φτώχεια» μέσα από το πρίσμα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, όπως μας εξηγεί ο καθηγητής Γ. Προδρομίτης.

«Η ελληνική κοινωνία βιωσε κατά τη διάρκεια των διαδοχικών κρίσεων ένα μαζικό αίσθημα “σχετικής αποστέρησης”, ως απότοκο  της εκμηδένισης των θεωρητικών έστω δυνατοτήτων ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και αποκλεισμού από την εμπειρία θετικών προσδοκιών και καθημερινών αυτονόητων απολαύσεων… Πρόκειται για το υποκειμενικό αίσθημα πικρίας και αδικίας, εξαιτίας του ότι κάποιος δεν λαμβάνει όσα νομίζει ότι δικαιούται, σε σχέση με άλλα άτομα και ομάδες και σε σχέση με το παρελθόν του εαυτού του».

Αυτό το αίσθημα που δημιουργείται, γιατί δεν έχει ως απόληξη μια κοινωνική διεκδίκηση, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς.

Όπως επισημαίνει ο κ. Προδρομίτης «το συγκεκριμένο αίσθημα συνιστά προϋποτιθέμενο της συγκρότησης συλλογικών μορφών διεκδίκησης και σχηματισμού κοινωνικών κινημάτων. Ωστόσο, οι συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού και πολυδιάσπασης των πολλαπλών ταυτοτικών διεργασιών αποτελούν προς το παρόν ανασχετικό παράγοντα προς μια τέτοια κατεύθυνση».

Η Ευρώπη προχωρά, η Ελλάδα μένει πίσω

Το 2024 μόλις το 17,4% των Ευρωπαίων πολιτών δήλωσαν ότι δυσκολεύονται πολύ ή πάρα πολύ να καλύψουν τα βασικά τους έξοδα, ποσοστό μειωμένο από το 19,1% του 2023.

Καταγράφονται σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις βόρειες και δυτικές χώρες εμφανίζονται χαμηλά ποσοστά (7-8%), ενώ στις νότιες και ανατολικές σημαντικά μεγαλύτερα (20-37%).

Η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία στα εισοδήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο πάνω από τη Βουλγαρία.

Όπως αναφέραμε, στην περίπτωση της Ελλάδας, τα δεδομένα της Eurostat αντικατοπτρίζουν βαθύτερους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Πρωτίστως, οι μισθοί και τα εισοδήματα είναι κατά μέσο όρο πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το κόστος ζωής για ενέργεια, στέγαση και τρόφιμα είναι αρκετά υψηλό.

«Παλαιότερα λέγαμε ότι οι χαμηλοί μισθοί δικαιολογούνταν γιατί η χώρα μας είχε χαμηλό κόστος διαβίωσης. Αυτό όμως δεν ισχύει πλέον και είναι κάτι που το βιώνουμε όλες και όλοι, στο σούπερ μάρκετ, στα ενοίκια, στους απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος, κινητού τηλεφώνου και δόσεων», όπως σημειώνει στο ΒΗΜΑ η Μαριανέλλα Κλώκα.

Γιατί νιώθουμε τόσο φτωχοί

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμπειρία από το πεδίο που μοιράστηκε με ΤΟ ΒΗΜΑ ο Γιώργος Λουκάς:

«στο πεδίο όπως λέμε εμείς οι Κοινωνικοί Λειτουργοί, συναντάμε όλο και περισσότερο ανθρώπους, ενήλικες και παιδιά, που όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό αποκλείονται από θεμελιώδη δικαιώματα, αποστερούνται βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η στέγαση, η υγεία, η ασφάλεια, η προστασία, η εκπαίδευση και καταφεύγουν στις Κοινωνικές Υπηρεσίες για να ζητήσουν επείγουσα βοήθεια και υποστήριξη. Το αυξημένο κόστος ζωής, οι υψηλές τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια, η πίεση από τα ενοίκια ή τα στεγαστικά δάνεια δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για οικογένειες και νοικοκυριά».

Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια οι τιμές στέγασης στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 69% (από το 2017) – πολύ μεγαλύτερη άνοδος από τους μισθούς. Ως αποτέλεσμα, το 27% των νοικοκυριών δαπανά πλέον πάνω από το 40% του εισοδήματός του για έξοδα διαμονής, ποσοστό που είναι τέσσερις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (9,4%).

Αυτή η ασφυκτική πίεση των οικονομικών εξόδων για τη διαβίωση αποτυπώνεται άμεσα στην υποκειμενική αίσθηση φτώχειας.

Παράλληλα, η πρόσβαση σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, μεταφορές) στην Ελλάδα θεωρείται σε πολλές περιπτώσεις ένα δαιδαλώδες ζήτημα, πράγμα που ενισχύει το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού. Μελέτες δείχνουν πως όταν οι πολίτες συγκρίνουν τη ζωή τους με προσδοκίες κοινωνικού επιπέδου ή θεωρούν ότι υπολείπονται σε βασικά αγαθά (π.χ. πρόσβαση στον ιατρό, δημόσια μέσα), τείνουν να δηλώνουν υψηλότερη υποκειμενική φτώχεια.

Υπό αυτή την έννοια, η πολυετής κρίση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει σημαντικά το καθημερινό βίωμα και τις προσδοκίες των πολιτών.

Παρότι τα τελευταία χρόνια η οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, πολλοί νιώθουν ότι η βελτίωση δεν έχει φτάσει σε αυτούς , ειδικά όταν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οικονομική επισφάλεια.

Ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας «μετρά» κάτι διαφορετικό από τους απόλυτους οικονομικούς αριθμούς για τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας. Αφορά ένα συναίσθημα αδυναμίας, ασφαλώς συνδεδεμένο με αντικειμενικά προβλήματα (εισοδήματα), αλλά και με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες και τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

«Έρευνες δείχνουν ότι αυξάνει ο κίνδυνος εμφάνισης κατάθλιψης και άλλων ψυχικών νοσημάτων και οι διάφοροι εθισμοί σε αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες και τυχερά παιχνίδια», σύμφωνα με την Μαριανέλλα Κλώκα.

Η ελληνική πραγματικότητα περιλαμβάνει και χρόνιες ανισότητες. Χαμηλοί μισθοί και συντάξεις, φόροι που πλήττουν τα μικρά εισοδήματα και υψηλά έξοδα στέγασης.

Οι γυναίκες και τα νεότερα άτομα αισθάνονται πιο φτωχά

Οι γυναίκες ελαφρώς περισσότερο «αισθάνονται φτωχές» από τους άνδρες (17,8% έναντι 17,0%) στην ΕΕ. Η ηλικιακή κατανομή δείχνει ότι περισσότεροι νέοι κάτω των 18 ετών αισθάνονται επισφαλείς (20,6%) και οι ηλικιωμένοι άνω των 65 λιγότερο (14,9%).

Οι πολίτες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να δηλώσουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα. Η αίσθηση φτώχειας βρίσκεται στο 27,0% για τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, έναντι μόλις 8,5% για το υψηλό.

Αντίστοιχα, τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται μεταξύ των ανέργων (42,0%) και των άλλων μη εργαζόμενων (24,7%), ενώ μόνο ένας μικρός αριθμός εργαζομένων (13,5%) ή συνταξιούχων (14,2%) δηλώνουν προβλήματα επιβίωσης.

Η σύγκριση αυτή δείχνει ότι, πέρα από το εισόδημα, παίζουν ρόλο τα επίπεδα διαβίωσης και η ποιότητα του βιοτικού επιπέδου συνολικά. Για παράδειγμα, Γερμανοί ή Ολλανδοί με μεσαία εισοδήματα αντιμετωπίζουν υψηλό βιοτικό επίπεδο και κοινωνικές παροχές, ενώ σε χώρες με υψηλότερα κόστη ζωής και λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα υποστήριξης και κοινωνικής προστασίας, οι πολίτες νιώθουν επισφάλεια.

Ο κίνδυνος φτώχειας που καραδοκεί

Περισσότερα από 2,74 εκατομμύρια Έλληνες (26,9%) βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Μεταξύ τους είναι πολλές οικογένειες με παιδιά (σχεδόν 22,4% παιδική φτώχεια), νέοι με απολυτήριο λυκείου, άνεργοι μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά και απλοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.

Αντίθετα, σε χώρες με ισχυρότερο κράτος πρόνοιας, ένας πολίτης δεν νιώθει το ίδιο «δυσβάσταχτο βάρος».

Για παράδειγμα σε χώρες όπως η Γερμανία, οι οικογένειες με χαμηλό εισόδημα λαμβάνουν συχνά οικονομική στήριξη ή δάνεια με ευνοϊκούς όρους.

Βήματα προς την αλλαγή

Η «υποκειμενική φτώχεια», ως ένας δείκτης αυτοπαρατήρησης του συλλογικού σώματος, θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές;

Ο Γεράσιμος Προδρομίτης θεωρεί πως «Δυνητικά, αποτελεί την αφετηρία για κριτικούς στοχασμούς πάνω στις σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας του ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και ενεργού διεκδίκησης μιας πραγματικότητας πιο φιλικής προς το ανθρώπινο ον».

Σε ό,τι αφορά βέβαια την οικονομική πραγματικότητα, παρά το κυρίαρχο αφήγημα που μιλά για «Ανάπτυξη για όλους», πως μπορεί να φτάσει το οικονομικό αποτύπωμα έως τους πολίτες.

Μπορεί να ανακοπεί όλο το διαρκώς αυξανόμενο κύμα ακρίβειας και να μειωθεί η επακόλουθη αίσθηση φτώχειας στους πολίτες;

«Υπάρχει η ανάγκη να γίνει τιμαριθμική προσαρμογή μισθών και συντάξεων, να μειωθεί ο ΦΠΑ από το εξωφρενικό 24% και να απαλλαχθούν του ΦΠΑ τα είδη βασικής διατροφής. Το φορολογικό σύστημα χρειάζεται δικαιότερη προσαρμογή καθώς σήμερα αυτοί που έχουν τα λιγότερα συνεισφέρουν περισσότερο και δυσανάλογα. Χρειάζεται να ελεγχθούν οι τιμές των ενοικίων, οι τιμές στα σούπερ μάρκετ και οι τιμές της ενέργειας. Αυτά θα δώσουν μια ανάσα και για άλλες πολιτικές δομές, όπως η εκπαίδευση και η υγεία», όπως σημειώνει στο ΒΗΜΑ η Μαριανέλλα Κλώκα εκ μέρους του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας.

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, ο Γιώργος Λουκάς αναφέρει πως «Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση χρειάζονται πολιτικές με προτεραιότητα τον άνθρωπο και όχι τα μακροοικονομικά δεδομένα που να ενισχύουν το εισόδημα των όλων όσων ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την πρόσβαση τους σε δικαιώματα, όπως η στέγη, η υγεία και η παιδεία».

Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της γενικευμένης αίσθησης φτώχειας, χρειάζεται ένα σχέδιο παρεμβάσεων που να πιάνει «τόπο» με ουσιαστικό τρόπο στην καθημερινότητα των πολιτών.

 

πηγή: tovima