More

    Χανιά: Οι μεγάλες πίστες του ’80

    Λουλούδια, πιάτα, μπαλέτα, μεγάλες φωνές, σουξέ, απίθανοι λογαριασμοί, ποτά, παρεξηγήσεις, ωραία περιστατικά και άλλα πολλά που δεν λέγονται, ούτε γράφονται.

    Αυτή ήταν η νύχτα των Χανίων τη δεκαετία του ’80, όπως μας την αφηγούνται άνθρωποι που την έζησαν από κοντά, μουσικοί και ιδιοκτήτες καταστημάτων.

    Το “Χανιά By Night”, το “Λυχνάρι”, το “Μάριμπελ” αναβιώνουν μέσα από τις αναμνήσεις των ανθρώπων τους.

    “Λυχνάρι”

    Για μία δεκαετία “φώτιζε” τη νύχτα των Χανίων το “Λυχνάρι” στο Κ. Δαράτσο. Πρώτο όνομα ως τραγουδιστής αλλά και συνιδιοκτήτης ο Στράτος Κυριμάκης, γνωστός για το “Παλιά Χανιά” το τραγούδι που μεταφέρει εικόνες από το παρελθόν της πόλης. «Ήμουν υπάλληλος σε τράπεζα αλλά είχα το μεράκι του τραγουδιού.

    Τραγούδησα στο “Κρι- Κρι” και μετά στην Αγ. Μαρίνα σε ένα “σκυλάδικο” εκεί “Τα αραπάκια”. Δεν αντέχαμε όμως το κλίμα του σκυλάδικου και με τον Μάκη Γεωργογιαννάκη και το Στέλιο Κουκλάκη αποφασίσαμε να κάνουμε ένα δικό μας, καλό μαγαζί. Έτσι ξεκινήσαμε το “Λυχνάρι”.

    Είχα πάρει ειδική άδεια από την τράπεζα γιατί δουλεύαμε τότε στην τράπεζα και Δευτέρα και Παρασκευή απόγευμα και Σάββατο. Περάσαμε δύσκολα τους πρώτους 4-5 μήνες γιατί θέλαμε ένα ποιοτικό μαγαζί και τότε στη νύχτα των Χανίων γίνονταν φασαρίες, επεισόδια, άσχημες καταστάσεις και εμείς θέλαμε να μείνουμε μακριά από αυτά. Πού αποδίδω το κλίμα αυτό;

    Στο ότι υπήρχαν 4-5 νταήδες που προκαλούσαν προβλήματα όπου πήγαιναν και στο πολύ ποτό που έπιναν ορισμένοι. Ευτυχώς εμείς δεν τα είχαμε αυτά, μας βοήθησαν και κάποιοι φίλοι που έμπαιναν στη “φωτιά” και σταματούσαν τις φασαρίες. Έτσι προφυλάξαμε το μαγαζί, που από την πρώτη μέχρι την τελευταία νύχτα του ήταν οικογενειακό» αφηγείται ο κ. Κυριμάκης.

    Τον καλούμε να θυμηθεί ντόπιους μουσικούς που συνεργάστηκε. «Είχαμε εξαιρετικούς Χανιώτες μουσικούς, τον Τάκη Σολωμονίδη στο μπουζούκι, τον Παύλο Μπαϊλάκη, τον Στέλιο Σούλιαρη, τον Πολυχρόνη Μελάκη, τον Άρη Ανουσάκη που έλεγε τραγούδια του Χατζή, τον Στέλιο Τσιβουράκη.

    Άλλοι καλοί τραγουδιστές ήταν ο Γιάννης Θυμάκης, ο Κωστής Πετράκης, ο Στέλιος Τωμαδάκης, ο Γιάννης Κορνάρος από το Ηράκλειο, ο Καραχάλιος. Σε εμάς πρωτοεμφανίστηκε και ο Αντύπας πριν πάει στο “Μάριμπελ”.

    Ήταν φαντάρος στην 115 Π.Μ., ήλθε στο μαγαζί, τον δοκιμάσαμε, είδαμε ότι ήταν καλός, αλλά σε εμάς έμεινε λίγο. Φέρναμε βέβαια και μεγάλα ονόματα. Θυμάμαι τους Νίκο Ξυλούρη, Άννα Βίσση, Κατερίνα Σκορδαλάκη τότε που έκαναν περιοδεία μαζί.

    Μου έλεγε τότε ο Ξυλούρης “Στράτο πονάει το κεφάλι μου…” και μετά από ένα χρόνο πέθανε. Πόσους δεν είχαμε φέρει: Μανώλη Λιδάκη, Μάκη Γερολυμάτο, Κωστή Χρήστου, Λιζέτα Νικολάου, Τάκη Μωράκη και Νάντια Κωνστα- ντοπούλου, Χαρούλα Λαμπράκη, Τζίνα Σπηλιωτοπούλου, Γιάννη Κατέβα, Ελένη Δήμου, Σόνια Κρητικού, Μαρία Κώνστα, Μαίρη Αγγελέτου, Μαρία Άντζελα, ένα καταπληκτικό μπαλέτο ισπανικό με την Μαρία Ορτέγκα με 10 άτομα χορευτικό που ήλθε να παρακολουθήσει τότε και η κα Μαρίκα Μητσοτάκη. Αλλά και “σόουμαν” όπως ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Γιάννης Φλωρινιώτης, ο Τόνι Άντονι…».

    Για να κλείσεις τραπέζι Σάββατο έπρεπε να το κάνεις δύο εβδομάδες πριν, ενώ πελάτες έρχονταν και από το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο.

    «Ο κόσμος τότε διασκέδαζε, έβγαινε περισσότερο. Δεν είχε τις υποχρεώσεις τις σημερινές ήταν και μια εποχή εκεί στα ’80 που υπήρχαν και πολλά λεφτά» αναφέρει ο κ. Κυριμάκης που έχει πολλά να θυμάται από τα χρόνια του “Λυχναριού”.

    «Ήταν ένα σουξέ της εποχής που έλεγε “για το χατίρι σου μπεμπέκα μου θα το σκάσω απόψε από τη γυναίκα μου” και στο άκουσμα του ένας Χανιώτης τότε ζητάει να του φέρουν όλα, μα όλα τα πιάτα που είχαμε στην κουζίνα.

    Εκείνη την ημέρα είχαμε φέρει ένα φορτηγό πιάτα, έδωσα το ΟΚ και άρχισαν να τα σπάνε με το σφυράκι! Μέσα σε λίγη ώρα ο γύψος από τα πιάτα είχε σχηματίσει βουνά ολόκληρα! Απίστευτα περιστατικά!

    Αυτό ήταν το “Λυχνάρι” για αυτό παρότι έκλεισε το 1984 γιατί ήθελε να το πάρει ο ιδιοκτήτης του κτηρίου, ακόμα το θυμούνται οι Χανιώτες και μου μιλάνε για αυτό» καταλήγει.

    O Mουσικός…

    Από τα 8 του πίσω από το πιάνο, από νεαρός στις μπάντες και στα σχήματα, σε κάθε είδους νυκτερινό μαγαζί ο Μιχάλης (Μάκης) Γεωργογιαννάκης.

    Γνωστός για την πολυετή του θητεία στη Φιλαρμονική του Δήμου ως αρχιμουσικός ο Μάκης μας λέει πως «δεν υπάρχει νυκτερινό μαγαζί που να μην έχω παίξει.

    Υπήρχαν πολλά νυκτερινά με ζωντανή μουσική. Το ’78 ήταν “Λυχνάρι”, το “Κάτι Άλλο”, το “Κρι-κρι” τα δυνατά μαγαζιά, μετά μέχρι το ’81 το “Λυχνάρι” και το “Μάριμπελ”, από το ’83 ήταν το “Χανιά by night”, το “Λίντο”, “Λυχνάρι” και “Μάριμπελ”. Μετά το ’87 δεν ξαναδούλεψα για μπουζούκια, δούλεψα στα “Άπτερα”, στη “Νυκτερίδα”, στον “Ζυγό”.

    Αναγκαστικά οι περισσότεροι μουσικοί που δούλευαν, στα μπουζούκια δούλευαν, γιατί εκεί έβγαζαν ένα μεροκάματο. Τότε δουλεύαμε κάθε νύχτα, για αυτό και επιβίωνε ένας μουσικός γιατί είχε συνέχεια δουλειά. Τα πρώτα χρόνια όπου εργαζόμουν ξεκινούσαμε με ελαφρύ πρόγραμμα, στις 12 έβγαινε το μπουζούκι και μετά ξανά ευρωπαϊκή μουσική. Μετά άλλαξε το σύστημα και μπήκε περισσότερο το μπουζούκι.

    Στα μπουζούκια γενικά υπήρχαν πολλά σπασίματα, φασαρίες. Μόνο στο “Λυχνάρι” και στο “Μάριμπελ” που είχα δουλέψει ήταν καλύτερο το κλίμα γιατί ήταν πιο οργανωμένα τα μαγαζιά και δεν είχαμε προβλήματα.

    Eίχαμε στα Χανιά καλούς μουσικούς και καλούς τραγουδιστές όπως ο Κορωνάκης, ο Θυμάκης και πολλοί άλλοι» θυμάται ο μουσικός.

    Τον ρωτάμε να θυμηθεί μεγάλα ονόματα με τα οποία συνεργάστηκε. «Κοίτα ο Αντύπας, είχαμε παίξει μαζί και στο “Λυχνάρι” και στο “Μάριμπελ” ήταν ωραίος τύπος, πλακατζής. Ο Σταμάτης Κόκοτας από την άλλη ήταν πολύ σοβαρός και μετρημένος. Ο κόσμος ανέβαινε με Διονυσίου, Καζαντζίδη, Βογιατζή.

    Είχαμε παίξει και με τον Τζίμυ Μακούλη και είχαμε πάει και στη Γερμανία να παίξουμε μαζί γιατί ήταν μεγάλο όνομα εκεί. Αυτοί πάντως για τους οποίους ανοίγονταν οι πολλές σαμπάνιες και έπεφταν τα πολλά λουλούδια ήταν οι τοπικές φίρμες, τα δεύτερα ονόματα του μαγαζιού.

    Είχαμε και αυτούς που ήταν ερωτευμένοι με την Α΄ ή την Β΄τραγουδίστρια και άνοιγαν για το χατήρι της τις σαμπάνιες αλλά μην μου ζητήσεις να πω ονόματα…» αναφέρει.
    Του ζητάμε να θυμηθεί ασυνήθιστα περιστατικά.

    «Παίζαμε σε ένα μπουζουξίδικο των Χανίων και ήταν μια μεγάλη παρέα μπροστά. Κατά τη 1 έρχεται κάποιος και τους ενημερώνει ότι κάποιος που είναι απ’ έξω, έρχεται για εσάς. Αυτός που ερχόταν απ’ έξω ήταν… “απόφοιτος” φυλακών!

    Πέφτει “σύρμα”, έρχεται το αφεντικό και μας λέει “έχετε το νου σας, μόλις μπει αυτός που είναι απ’ έξω να είστε έτοιμοι να πέσετε κάτω, να καλυφτείτε γιατί υπάρχει κίνδυνος να έχουμε ιστορίες.” Μπαίνει ο τύπος αυτός, κάθεται απέναντι από την άλλη παρέα σε μια γωνιά, η άλλη παρέα πήραν όλοι θέσεις σίγουρα κάποιο σιδερικό θα είχαν και αυτοί, εμάς μας έλουζε ιδρώτας, μας κόπηκαν τα πόδια.

    Ευτυχώς παρέμβηκε κάποιος να κατευνάσει τα κλίματα ώστε να μην… σκοτωθούν μέσα το μαγαζί και την πληρώσει ο κόσμος. Ήταν και αυτά σημεία των καιρών» καταλήγει.

    Για 12 χρόνια στη νύχτα των Χανίων (1980-1992) το “Μάριμπελ” ήταν άλλο μαγαζί που άφησε όνομα. Ο Παύλος Στρατουδάκης, για χρόνια ιδιοκτήτης του, θυμάται ότι ξεκίνησε ο ίδιος από την οικογενειακή ταβέρνα “Μεγαλόνησος” στις Μουρνιές, άνοιξε μπουζουξίδικο στην Αθήνα και επιστρέφοντας στα Χανιά ξεκίνησε δύο μπαρ μέσα στην πόλη (“Σου Μου” και “Κον Τίκι”).

    «Αποφάσισα να κάνω μπουζούκια και στα Χανιά, είχα πουλήσει το μπουζουξίδικο στην Αθήνα για 3.000.000 δρχ. σε έναν λαχαναγορήτη. Βρήκα το κτήριο στο Καλαμάκι ήταν ένα μαγαζί που κάθε λίγο και λιγάκι άλλαζε όνομα και ιδιοκτήτη.

    Τους έδωσα τότε 3.500.000 δρχ., πλήρωσα άλλες 700.000 για ανακαίνιση -πολλά λεφτά τότε αγόραζα με αυτά δύο σπίτια- και άρχισα .

    Έδινα ιδιαίτερη έμφαση στο πρόγραμμα και στους μουσικούς. Υπήρχαν πολλά νυκτερινά μαγαζιά τότε, το “Λυχνάρι”, το ξενοδοχείο το “Πανόραμα” είχε επίσης μουσική τότε, υπήρχαν “σκυλάδικα” πολλά. Τους πρώτους μήνες είχα απογοητευτεί γιατί μου έκαναν πόλεμο, σκληρό ανταγωνισμό, μου έβγαζαν “βρώμες” ότι είμαι μπαρόβιος, ότι το μαγαζί είναι βρώμικο και άλλες τέτοιες ανοησίες.

    Ευτυχώς αυτό κράτησε για λίγο. Γιατί; Για δύο πράγματα. Γιατί δεν είχαν “μπόμπες” -μόνο καθαρά ποτά- και δεν επέτρεπα την κονσομασιόν. Οι τραγουδίστριες ήταν πίστα – καμαρίνι, καμαρίνι – πίστα και αν ήθελαν κάτι από το μπαρ είχα σύστημα ενδοσυνεννόησης για να παραγγείλουν, γιατί αν οι τραγουδίστριες έβγαιναν στο μαγαζί και κάθονταν σε κάποιο τραπέζι αυτό ήταν αφορμή τσακωμών».

    Ρωτάμε το συνομιλητή μας για τις “μπόμπες”. «Κοίτα την εποχή εκείνη έπεφτε πολύ “μπόμπα”. Και το ξέρω καλά γιατί πριν φτιάξω τα μαγαζιά έκανα διανομή νταμιτζάνες με “μπόμπες” στα σκυλάδικα.

    Για αυτό και στα δικά μου μαγαζιά έπειτα, μόνο καθαρά ποτά. Στο “Μάριμπελ” έρχονταν τότε μεγάλοι επιχειρηματίες των Χανίων άνοιγαν 4-5 μπουκάλια, έφευγαν στις 7 το πρωί και πήγαιναν στη δουλειά τους, νηφάλιοι.

    Είχα πάντα έξι άτομα ορχήστρα και πάρα πολλούς τραγουδιστές. Αλλά όπως σου είπα το “κεφαλοκλείδωμα” στη νύχτα το είχα κάνει με τα καθαρά ποτά.

    Κάποια στιγμή έβαλα και φαγητό, το έκανα και “μπουάτ” αλλά δεν έπιασε, ο κόσμος τότε ήθελε μπουζούκια».

    ΠΙΑΤΑ, ΠΟΛΛΑ ΠΙΑΤΑ

    Ρωτάμε τον κ. Παύλο για μουσικούς και τραγουδιστές. Ο ίδιος επένδυε πολύ σε αυτόν τον τομέα φέρνοντας μεγάλα ονόματα καθώς «οι Χανιώτες είχαν μια ξενομανία και ήθελαν τραγουδιστές από Αθήνα, τους ντόπιους τους βαριόταν εύκολα». Ζητάμε να θυμηθεί ονόματα. «Να πω για τον Αντύπα που ήταν εδώ φαντάρος;

    Τον Γιώργο Σαλαμπάση που τραγουδούσε 5-6 μήνες και τον είχα διώξει εξαιτίας ενός περιστατικού και μου λέει “εγώ κάποια μέρα θα γίνω μεγάλη φίρμα”, και του απαντάω “ναι θα βγάλεις και δίσκο αλλά πες μου σε ποια εκκλησία θα τον βγάλεις”.

    Μετά από καμπόσο καιρό βγάζει το “Σ’ αγαπάω με ακούς” που έγινε το νούμερο ένα σουξέ της εποχής! Και μετά τον ξανάφερα πλέον ως πρώτο όνομα. Τους “Λος Κρίτιος” ένα φανταστικό τρίο που έπαιζε λάτιν…»

    Ο συνομιλητής μας δεν μπορεί να ξεχάσει το κλίμα της εποχής. «Κάθε μήνα έφερνα μια νταλίκα 100.000-200.000 πιάτα για τα σπασίματα. Πρέπει να έσπαγαν πάνω από 5.000 πιάτα καθημερινά.

    Αφού είχα τον Βαγγέλη τον Αστροπαλίτη με δύο φορτηγάκια και έπαιρνε τα πιάτα να τα πετάξει στον Κουρουπητό για τέτοιες ποσότητες μιλάμε! Είχαμε και ένα “νάνο” τον Σπύρο Παϊβανά που έβγαινε και έλεγε τραγούδια του Καζαντζίδη, όπως μπορούσε καλά τα έλεγε.

    Δύο φορές λοιπόν ένας Χανιώτης πελάτης και άλλη μια φορά που τραγουδούσε ο Δ. Μητροπάνος, είχαν βάλει στοίχημα και το έκαναν να θάψουν το νάνο από τα σπαμένα πιάτα. Να τραγουδάει ο νανός, να σπάνε τα πιάτα και να του έχει φτάσει ο σωρός στο λαιμό!».

    Ένα θέαμα για τη νύκτα της εποχής ήταν τα μπαλέτα, πολλά από τα οποία έρχονταν από το εξωτερικό. «Είχαμε ένα καταπληκτικό μπαλέτο από την Αγγλία, γενικά φέρναμε πολύ καλά μπαλέτα από τη χώρα αυτή.

    Πάντα το “Μάριμπελ” είχε πολύ ωραία χορευτικά αλλά και από Αργεντινή, Βραζιλία, ταχυδακτυλουργούς και ζογκλέρ από Ρουμανία, Πολωνία. Δεν ήταν εύκολο τότε γιατί έπρεπε να πληρώσεις εγγυητικές 3.000.000 δρχ. μέσω τραπέζης και να τους έχεις για 2-3 μήνες.

    Μια φορά μου είχαν φέρει κάτι Ινδούς φακίρηδες πολύ καλούς, έκαναν εντυπωσιακά πράγματα, έτρωγαν λάμπες, κατάπιναν σπαθιά αλλά ήθελα να τους διώξω από την πρώτη νύχτα γιατί ο κόσμος φοβόταν, οι γυναίκες έβγαιναν έξω, άλλοι έκλειναν τα μάτια. Και κόστιζαν και 130.000 δρχ. τη βραδιά!

    Πέτυχα και τους έστειλα για ένα βράδυ στο Ηράκλειο σε ένα άλλο μαγαζί εκεί, την ίδια νύχτα ήθελαν να τους γυρίσουν πίσω! Είδα και έπαθα να τους βάλω σε ένα πλοίο και να τους στείλω πίσω στον ατζέντη τους.

    Το “Μάριμπελ” πάντως είχε καταπληκτικό όνομα. Φαντάσου ότι είχε έλθει στα Χανιά ο ιδιοκτήτης του “Διογένης Παλλάς” ο Σπύρος Παπαθεοχάρης για ένα αγώνα του Ατρόμητου Πειραιά που ήταν ανακατεμένος, με τον ΑΟΧ και πέρασε από το “Μάριμπελ”.

    “Κοίτα να δεις πρόγραμμα μουσικό το χωριό” μου λέει… “βρε ποιο χωριό; Τα Χανιά; Εδώ είναι εξευγενισμένα τα πράγματα”.

    ΜΕΓΑΛΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

    Ρωτάμε τον κ. Παύλο για λογαριασμούς. Μεγάλους λογαριασμούς… «Ένα βράδυ τρεις Χανιώτες είχαν κάνει λογαριασμό 1.400.000 δραχμές!

    Τους πήρα 900.000 δρχ. γιατί ήταν καλοί πελάτες. Δεν κάναμε ψαλίδια πέρα από κάτι μεροκαματιάρηδες που τους κάναμε σκόντο.

    Η νύχτα των Χανίων ήταν πολύ “κιμπάρικι”. Άνοιγε τώρα ο πελάτης στη τραγουδίστρια 10 κιβώτια σαμπάνιες, 120 μπουκάλια δηλαδή. Πήγαινε ο άλλος και ήθελε να ανοίξει 15 κιβώτια γιατί παιζόταν τότε ανταγωνισμός, εγωισμός και κάτι τέτοια.

    Κάποια στιγμή έκλεισαν το 1992, γιατί ήθελε να το κάνει ιδιοχρησία το κτήριο ο ιδιοκτήτης, αλλά είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολη και η νύκτα.

    Μόνο για μεροκάματα η νύχτα μου κόστιζε 650.000 δρχ. Βέβαια αν δεν κλέβαμε όλοι την Εφορία δεν θα επιβίωνε κανείς, δεν υπήρχαν ταμειακές μηχανές παρά μόνο διπλότυπες αποδείξεις και ένας εξωφρενικά μεγάλος ΦΠΑ για τα νυχτερινά μαγαζιά ως είδος πολυτελείας»…

    Ο ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ

    Πολλές οι απίστευτες ιστορίες που μπορεί να διηγηθεί ο συνομιλητής μας. Πιο χαρακτηριστική αυτή που μας περιγράφει.

    «Ήταν να παρουσιαστεί στη 1η ΜΑΛ ένα παιδί από τη Λάρισα που ο πατέρας του είχε καζίνο στη Γερμανία. Αυτός είχε πάει με τον σωματοφύλακα του παρακαλώ σε ένα μπαράκι στο “Πανελλήνιο” και είχε κάνει λογαριασμό 300.000 δρχ.

    Μου τους φέρνει ένας ταξιτζής και μου λέει “θα μου δώσεις χαρτζιλίκι γιατί στους έφερα και τα παιδιά φυσάνε το χρήμα”. Τότε είχαμε χορό της ομάδας του Πλατανιά, η ομάδα τότε στο τοπικό, γεμάτο το μαγαζί.

    Σηκώνω μια δική μου παρέα από μπροστινό τραπέζι και καθίζω τον φαντάρο εκεί. Τους φέρνω και τις δύο γυναίκες από το μπαρ που ήταν πριν (στο Πανελλήνιο). Να πίνουν ποτά, να πετάνε τεράστιες ποσότητες λουλουδιών, ένα ψυγείο λουλούδια είχαν κατεβάσει. Έχει πάει 6.30 το πρωί, έχουν φύγει όλοι, κάνουμε λογαριασμό, χρωστάνε 550.000 δρχ.

    Μου λένε δεν “έχουμε λεφτά, το πρωί μόλις ανοίξει η τράπεζα θα σε πληρώσουμε”. Κόβονται τα πόδια μου γιατί τα λεφτά ήταν πολλά.

    “Βρε δώστε τα λεφτά για να πάτε σπίτια σας παιδιά”, “στο “Σαμαριά” το ξενοδοχείο μένουμε μόλις ανοίξουν οι τράπεζες σας πληρώνουμε”.

    Τους πάμε στο ξενοδοχείο, ανεβαίνουν στο δωμάτιο τους. Έχω μαζέψει όλη την παρέα και έχουμε ζώσει το ξενοδοχείο μην τυχόν και μας φύγουν και φάμε την “τάπα”.

    Από τις 8 πάμε στον ρεσεψιονίστα να τους καλέσει, τίποτα αυτοί, εμείς να είμαστε “υπ’ ατμόν”.

    Στις 9.30 κατεβαίνουν κάτω, τηλεφωνούν σε ένα δικηγόρο στη Λάρισα που μου λέει ότι να μην ανησυχώ, τα παιδιά θα πληρώσουν και πάμε όλοι μαζί στην Εμπορική Τράπεζα και κάνει ανάληψη ο πιτσιρικάς 1.000.000 δρχ.

    Μου δίνει τα 550.000 και άλλα 50.000 μου αφήνει για τους σερβιτόρους που τους σέρβιραν… Αυτή ήταν η νύχτα τότε».

    «Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης που να μην έχει περάσει από το “Χανιά By night”. Στράτος και Άγγελος Διονυσίου, Άννα Βίσση, Λευτέρης Πανταζής, Ρίτα Σακελαρίου, Στανίση, Μοσχολιού και 3-4 φορές ο καθένας.

    Μόνο ο Καζαντζίδης και ο Βοσκόπουλος δεν έτυχε να τραγουδήσουν σε εμάς» είναι τα λόγια του κ. Βασίλη Χαλκιόπουλου, του ιδιοκτήτη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι και το 1992, του “Χανιά By night” του μαγαζιού που έγραψε τη δική του ιστορία στη νύχτα των Χανίων.

    «Το μαγαζί έγινε με τον συνέταιρο μου τον Τ. Γρυλλάκη… κατά τύχη. Πουλιόταν το ακίνητο, το φτιάξαμε εξ αρχής ως κτίσμα και είπαμε να το κάνουμε νυχτερινό κέντρο, night club. Eπιμέναμε κυρίως στα προγράμματα από Αθήνα, μόνο η ορχήστρα ήταν 12 άτομα!

    Μπαλέτα, τραγουδιστές, ειδικοί για φώτα και ήχο, είχαμε 35 άτομα προσωπικό! Ήμασταν ανοικτοί όλη την εβδομάδα και μόνο τη Δευτέρα είχαμε “ρεπό” που πάλι ανοίγαμε φέρνοντας μεγάλες φίρμες.

    Είχε χωρητικότητα 1200 άτομα και ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Και σήμερα αν υπήρχε θα ήταν ένα ξεχωριστό νυκτερινό κέντρο γιατί είχε ξεπεράσει τα όρια των Χανίων. Το είχαν κάνει πανελλήνια γνωστό οι ίδιοι οι καλλιτέχνες γιατί μέχρι τότε η πόλη μας είχε άσχημο όνομα στη νυκτερινή ζωή, π.χ. ότι δεν πληρώνονταν οι καλλιτέχνες, ότι γίνονταν φασαρίες κ.λπ. Από εμάς κανείς τραγουδιστής δεν έχασε ούτε μία δραχμή! Και δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει φασαρία…

    Ένα ποτήρι να έπεφτε από το τραπέζι, σταματούσε η ορχήστρα, έπεφτε φως στο τραπέζι από τον προβολέα, καθάριζαν οι σερβιτόροι και μετά ξεκινούσε και πάλι το πρόγραμμα. Δεν είχε ούτε σπασίματα, ούτε τίποτα. Οι ίδιοι οι θαμώνες υποστήριζαν το μαγαζί και το είχαν ως δικό τους, το προστάτευαν» λέει ο συνομιλητής μας.

    Από τα τραπέζια του “Χανιά By night” περνούσε πολύς κόσμος, γνωστοί επιχειρηματίες αλλά και μεροκαματιάρηδες. Στο πρώτο μέρος του προγράμματος έβγαιναν μπαλέτα και άλλες attraction, μετά τις 12.30 ανέβαινε το μπουζούκι και οι τραγουδιστές. «Τραβιόταν η αυλαία με βελούδινες κουρτίνες και εμφανίζονταν ορχήστρα, με φώτα.

    Δεν υπήρχε μια κολόνα, όλοι είχαν πρόσβαση στην πίστα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος χόρευε πολύ, δώστου τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, στο δεύτερο μέρος ήταν πάνω από 50 άτομα στην πίστα! Επίσης ως μαγαζί είχαμε πολλές γυναίκες, και σε παρέες μόνες τους. Ήταν διαφορετικό το κλίμα της εποχής! Κοίτα, 7 μέρες την εβδομάδα ανοικτά, το δε Σάββατο δύσκολα έβρισκες τραπέζι.

    Είχα ένα μαιτρ τον επονομαζόμενο “Μαλλιά” που ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και είχε πάντα τα πρώτα τραπέζια για τους σταθερούς πελάτες» λέει ο παλιός ιδιοκτήτης. Πλέον έχοντας περάσει τόσα χρόνια ο κ. Χαλκιόπουλος σκέφτεται ότι ίσως θα ήταν καλό τότε να είχε “ρίξει λίγο νερό στο κρασί του”.

    «Είχα πάει στην Αθήνα στο “Φαντασία” -τεράστιο μαγαζί- και έβλεπα να χορεύουν πάνω στα τραπέζια οι γυναίκες, να γίνεται χαμός. Λέω στον Θεοχάρη, τον ιδιοκτήτη, πως σε εμάς αν ανέβουν πάνω στα τραπέζια, πάει ο σερβιτόρος και τους ζητάει να κατέβουν. “Δες τι λουλούδια ρίχνουν! Δες κατανάλωση! Μ’ αυτά που κάνεις θα πάρεις το κύπελλο της βλακείας” μου λέει ο Θεοχάρης.

    Αυτό ίσως να ήταν το λάθος μου. Σε εμάς έπεφταν μπαλωθιές όταν είχαμε Κρητικά μόνο και αυτές απ’ έξω. Βέβαια στα Χανιά υπήρχε και το “Λίντο” πιο κάτω από εμάς που ήταν και αυτό ένα καλό μαγαζί για να διασκεδάσει ο κόσμος με με τα πιο βαριά λαϊκά».

    ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΚΟΤΑ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

    Πολλές οι μνήμες από τις επαφές με τους τραγουδιστές, μεγάλα ονόματα της εποχής. «Πήγα να βρω τον Σταμάτη Κόκκοτα στην Αθήνα -τραγουδούσε στα “Δειλινά”- και του λέω είναι τιμή μας να έλθεις να τραγουδήσεις για μας. Μου ζητάει ένα ποσό τεράστιο.

    Του αντιπροτείνω να μοιραστούμε τα έσοδα της βραδιάς, αρνήθηκε, αλλά μετά από μια εβδομάδα με πήρε ο ίδιος και μου λέει “θα έλθω”.

    Ήλθε λοιπόν και έμεινε 6 μήνες! Τόσο του άρεσε! Πάλι δεν θα ξεχάσω μια νύχτα που είχαμε τον Στράτο Διονυσίου.

    Είχαμε έναρξη προγράμματος με ένα κρητικό τραγούδι και ρίχνουν μια μπαλωθία που πετυχαίνει τον μετασχηματιστή της ΔΕΗ και τον καταστρέφει. Δεν μπορούσαμε να το φτιάξουμε με τίποτα!

    Εν τω μεταξύ είχαν σερβιριστεί οι πελάτες με φαγητό, είχαν δοθεί τα πρώτα ποτά. Λέω στον κόσμο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε και να φύγει χωρίς να πληρώσει. Τον Διονυσίου όμως τον πλήρωσα κανονικά λες και τραγούδησε, με δική μου πρωτοβουλία.

    Ανέβηκε ο Διονυσίου στην Αθήνα και λέει στον Μενιδιάτη στη “Φαντασία” τι έγινε στα Χανιά και ότι πληρώθηκε κανονικά τα χρήματά του και με παίρνει ο Μενιδιάτης και μου λέει “ξεκίνα αφισοκόλληση τώρα, έρχομαι με το Στράτο τη Δευτέρα να τραγουδήσουμε χωρίς λεφτά!|” Τους φρόντισα και εγώ βέβαια με ψάρια και αστακούς στον “Μαθιό” στο λιμάνι…».

    Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το “Χανιά by night “ έκλεισε. «Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, είχαν πέσει τα μπουζούκια και ξεκίνησε η εποχή των ορθάδικων. Ποτό στο χέρι, μουσική από dj, χωρίς ορχήστρα.

    Όταν έχεις 35 άτομα προσωπικό είναι δύσκολο να βγεις οικονομικά αν δεν είσαι γεμάτος σχεδόν καθημερινά. Πάντως το μαγαζί έγραψε ιστορία, έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν υπάρχει μέρα να μην με δει κάποιος και να μην μου θυμίζει το μαγαζί, κάποια ιστορία, ένα περιστατικό» καταλήγει ο κ. Χαλκιόπουλος.

    Πηγή haniotika nea.gr

    Fasoulakis

    Δείτε ΕΔΩ περισσότερα από το Kriti360.gr 

    googlenews Kriti360

    Ακολουθήστε το kriti360.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ