Ακολουθήστε το Kriti360 στο Facebook για να μην χάνετε είδηση!

Το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά. Ο ουρανός είναι σκοτεινός και η θάλασσα φουρτουνιασμένη και άγρια. Παρατηρώντας όλα αυτά, έφτιαξε το μυαλό μου τούτην εδώ την ιστορία:

Της Μαργαρίτας Αυγουσιανάκη

《Θα φτάσω ως τα πέρατα του κόσμου. Θα φτάσω ως το φεγγάρι, αν χρειαστεί. Την άρπα όμως θα τη βρω》, είπε μέσα του ο πρίγκιπας Αστέρης, ο γιος του βασιλιά του βυθού.

Και πώς να φτάσει το φεγγάρι που ήταν τόσο ψηλά που πολλά μαζί καμπαναριά, αν στοίβαζε  ποτέ δε θα το έφτανε. Τόσο ψηλά ήτανε που το ύψος των κυμάτων όλων των ωκεανών μαζί ποτέ δε θα το έφταναν.

Μα του ήρθε μια ιδέα:

《Αν της Χαλιμάς τα παραμύθια πάρω…Κι ακόμη κι άλλα, όσα οι ναύτες αφηγούνται στις τρικυμίες. Κι άλλα ακόμη, εκείνα που σοφές γερόντισσες λένε στα νυχτέρια κι όλα τα παραμύθια που λαλούν πουλιά και δέντρα… Όλα τους μαζί θα με ταξιδέψουν στο φεγγάρι》.

“Κι έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε…Κι ό,τι δεν του άρεσε το χάλαγε και ξεκινούσε από την αρχή μέχρι που έφτιαξε το δικό του παραμύθι. Κι ήταν εκείνο που τον ταξίδεψε στο φεγγάρι. Κι αν θαρρείτε πως είναι λευκό το φεγγάρι κάνετε λάθος”

Όμως, δεν αρκούσαν.

Τότε το αγόρι κάθισε πάνω στη χρυσή άμμο, σφιχταγκάλιασε τα γόνατα του κι έριξε δάκρυα πολλά. Κι άκουσαν το κλάμα του τα φυτά και τα λουλούδια του βυθού, τα κοράλια και τα ψάρια. Και του τραγούδησαν :

“σαν το ψαράκι που λαχταρά να κολυμπά, να κολυμπά.  Μικρή η ζωή μικρή η χαρά μα παίρνει φορά και κολυμπά και κολυμπά”.

 

Το αγόρι τα παρατηρούσε και ευφραινόταν η καρδιά του. Τότε σκέφτηκε: 《Θα πάρω τα φύλλα και τους βλαστούς από τα μοναδικά αυτά φυτά. Θα πάρω το άρωμα από τα σπάνια λουλούδια του βυθού και μεταξύ τους θα τα πλέξω. Θα φτιάξω γράμματα και λέξεις κι ιστορίες》.

Κι έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε…Κι ό,τι δεν του άρεσε το χάλαγε και ξεκινούσε από την αρχή μέχρι που έφτιαξε το δικό του παραμύθι. Κι ήταν εκείνο που τον ταξίδεψε στο φεγγάρι. Κι αν θαρρείτε πως είναι λευκό το φεγγάρι κάνετε λάθος. Αν σκεφτεί κανείς ότι εκεί φωλιάζουν οι παιδικές ευχές και τα όνειρα.  Ή ότι το φεγγάρι δίνει από το φως του στις ερωτευμένες καρδιές που είναι κατακόκκινες. Αν αναλογιστείτε ότι εκείνο είναι που ράβει με νήμα από χρώματα ελπίδας το νου τα βράδια που είναι συντετριμμένος τότε θα καταλάβετε ότι η λάμψη όλων των χρωμάτων μαζί γεννά το λαμπρό λευκό του χρώμα.

Φτάνοντας το αγόρι εκεί μπλέχτηκε μέσα στα χρώματα κι ήταν δύσκολο να βρει την άρπα. Μη νομίζετε πως περπατούσε, όπως περπατάμε όλοι εμείς στη γη, όχι. Φορούσε το μπλε βαρύ παλτό του. Αιωρούνταν και κολυμπούσε ανάμεσα στα χρώματα μέχρι να βρει την άρπα. Κι όταν είδε μια χρυσαφένια λάμψη να γυαλίζει κάτω από έναν πυκνό και γκρίζο αμμόλοφο, χάρηκε πολύ. Έπειτα, καθισμένο μόνο του, καθώς ήταν, σχημάτισε με την άρπα του μελωδίες και νότες μαγικές που το ταξίδεψαν πίσω στο βυθό. Που ήταν τόσο βαθύς που πολλά μαζί καμπαναριά και αν στοιβάξεις δεν τον φτάνουν. Τόσο βαθύς ήταν που πολλούς πύργους τον ένα πάνω στον άλλο αν βάλεις δεν τον φτάνουν…