More

    Μια άποψη για τα σκιάδια στο Ενετικό Λιμάνι Χανίων: “Ιδιο θλιβερό θέαμα στο πιο όμορφο λιμάνι της Ελλάδας”

    Το ακόλουθο κείμενο αφορά αρχικά ως παράδειγμα τα Χανιά, αλλά στην ουσία και στη συνέχεια γενικά την Ελλάδα.

    Του Γιώργου Κιαγιά

    Φίλος: Θέλεις να πεις πως όταν πίνουμε το βράδυ στο λιμάνι το ποτό μας, δεν θα βλέπουμε το αστεράκι στον ουρανό από πάνω μας;

    Εγώ: Ναι, δηλαδή όχι, δεν θα το βλέπουμε.

    Φίλος: Χμ, μα αυτό είναι πραγματικά θέμα που με βάζει σε προβληματισμό, θα το μελετήσω.

    Ως τότε ο φίλος μου χαζογελούσε όσο προσπαθούσα να του εξηγήσω τι πάει να συμβεί στο ενετικό μας λιμάνι, ή πιο σωστά: τι πάνε να κάνουν στο λιμάνι.

    Πάντα χαζογελούν οι βολεμένοι και καλομαθημένοι άνθρωποι, πάντα όλα πηγαίναν στο τέλος καλά, το έχουν συνηθίσει. Τι το κακό μπορεί να συμβεί; Όλοι χαρούμενοι γύρω τους, ακόμα και οι γκρινιάρηδες, ζωή και λάμψη, όλα καλά, τι θέλει αυτός ο Γιώργος πάλι, καλό και έξυπνο παιδί, αλλά υπερβολικός, γιατί τόσο άγχος βρε Γιώργο, δεν θα πεθάνουμε κιόλας, εντάξει δεν είναι ωραία τα κλουβιά, δίκιο έχεις, αλλά δε νομίζω να το κάνουν, χρόνια τα ίδια λένε και δεν κάνουν τίποτα, και αν το κάνουν…δεν μου λες, η μαμά καλά είναι;

    Θα το κάνουν, θα “βάλουν φωτιά” στο λιμάνι των Χανίων, ήδη κυλούν τα βαρέλια με το πετρέλαιο.

    “Από τη στιγμή που ο πρώτος εμπρηστής θα πατήσει το πόδι του στο κατώφλι του κ. Μπίντερμαν, ο αγαθός σπιτονοικοκύρης νιώθει πως κάτι πρόκειται να συμβεί. Κάπου εκεί στις άκρες των συναισθημάτων του κάποια προαίσθηση του λέει πως η επίσκεψη αυτή θα έχει δυσάρεστα επακόλουθα, τόσο γι’ αυτόν όσο και για τη γυναίκα του και το σπίτι του, αυτό το ωραίο σπίτι, που με τόσο μόχθο κατόρθωσε να το αποκτήσει. Ο μικροαστός Μπίντερμαν δεν θέλει να αντισταθεί, ούτε καν να παραδεχτεί πως κάτι τρομερό πάει να γίνει, δεν θέλει να χάσει τη βολεψιά του και συνέχεια καθησυχάζει τον εαυτό του με αυταπάτες, με αποτέλεσμα τον εμπρησμό και την καταστροφή του κόσμου του”.

    (Max Frisch, Biedermann und die Brandstifter – Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές)

    Μα τι τρομερό θα γίνει βρε Γιώργο και μας τρέλανες;

    Το σχέδιο είναι: Από το 2025 να μην υπάρχουν πια τέντες και ομπρέλες, αλλά μόνο μία συγκεκριμένη, μεταλλική, βιομηχανική κατασκευή, με σταθερή σκεπή (μόνο οι περσίδες θα γυρίζουν λίγο), σε εκατοντάδες αντίγραφα, όσα αντίγραφα χρειάζονται για να τοποθετηθούν μπροστά από όλα τα κτίρια του λιμανιού και να στεγάζουν τα μαγαζιά (εστίασης και όλα τα άλλα). Μια μαύρη κατασκευή από μέταλλο, κάτι σαν σικ περίπτερο που πωλούνται ακριβά φρέσκα ψάρια ή σαν κλουβί ή σαν ενυδρείο χωρίς νερό. Με παντού τον ίδιο φωτισμό: φωτοσειρές ενσωματωμένες κάτω από τη σκεπή, που από μακριά δεν φαίνονται, που σημαίνει πως στο ως τώρα λαμπερό μας λιμάνι θα πέσει σκοτάδι.

    200+φορές το ίδιο θλιβερό θέαμα στο ως τώρα πιο όμορφο λιμάνι της Ελλάδας. Δεν έχει πια νόημα να δίνουν όνομα στα μαγαζιά, στην μικρή κομψή πινακίδα που θα είναι για όλα τα μαγαζιά ίδια, φτάνει να αναγράφει “Μαγαζί 1 2 3…” Θα ξεκινάει ο άνθρωπος (Έλληνας ή ξένος) να περπατάει από την πλατεία με το σιντριβάνι προς τα ανατολικά του λιμανιού ή προς τα δυτικά και θα βλέπει όλο το ίδιο θέαμα: μια ατελείωτη σειρά από ίδια κλουβιά. Και στο βάθος σκοτάδι. Εφιάλτης. Λίγο λέω. Δεν υπάρχουν λόγια. Θα γίνει λοιπόν κάτι ασύλληπτο, κάτι που δεν έχει συμβεί πουθενά στον κόσμο (ούτε στη Βόρεια Κορέα). Θυμίζει τους απόκοσμους εφιάλτες των ιστοριών του Franz Kafka, πέφτεις για ύπνο ως άνθρωπος και ξυπνάς ως ένα αναποδογυρισμένο σκαθάρι που δεν μπορεί πια να γυρίσει στα πόδια του, όταν δηλαδή τίποτε από αυτά που ήξερες για τον κόσμο και τον εαυτό σου δεν ισχύει πια.

    Μας καταστρέφουν ίσως το ωραιότερο και πιο ζωντανό παλιό λιμάνι της Ελλάδας. Με μαγαζιά που μέσα από δεκαετίες εξελίχθηκαν ελεύθερα με φυσική εξέλιξη (δημιουργία της κάθε λεπτομέρειας έτσι ώστε να είναι συμβατή, πρακτικά και αισθητικά, με το περιβάλλον της) σε ζωντανά όμορφα και αυθεντικά μαγαζιά. Επικρατεί μια χαλαρή ανθρώπινη τάξη, μια σωστή και ανθρώπινη ισορροπία μεταξύ τάξης και ελευθερίας. Κάπου υπάρχει και λίγη ασχήμια, αναγκαίο συστατικό του ανθρώπινου κόσμου και αυτό.

    Κάποιοι μιλούν για καταστάσεις γύφτικου τσαντιριού σχετικά με την σκίαση και ζητούν να υπάρχουν έστω μπεζ τέντες και μπεζ ομπρέλες όπως σε πολλά άλλα ανάλογα μέρη. Ακριβώς αυτό που… ήδη υπάρχει. Έχασαν επεισόδια και μιλούν για πράγματα που δεν γνωρίζουν, ίσως και να μην βλέπουν τίποτα όταν περπατούν. Ο δήμαρχος Σκουλάκης (ο τελευταίος άνθρωπος δήμαρχος στα Χανιά, μετά ήρθαν ρομπότ) είχε παρακαλέσει τους μαγαζάτορες αρχές της δεκαετίας του ’10 να εγκαταστήσουν όλοι συγκεκριμένες μπεζ τέντες.

    Σε όλο το λιμάνι υπάρχουν λοιπόν μπεζ τέντες του ίδιου τύπου και μπεζ ομπρέλες, σχετικά με τη σκίαση υπάρχει ομοιομορφία, αν και όχι στρατιωτικής απολυτότητας, λογικό αφού το λιμάνι δεν είναι στρατώνας.

    Τα Χανιά είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για Έλληνες και ξένους τουρίστες. Όλοι αυτοί αν μιλούν για Χανιά εννοούν την παλιά πόλη, και εκεί κυρίως το λιμάνι. Στο λιμάνι αρέσουν, φυσικά, τα ενετικά κτίρια, αυτά είναι μαζί με τη θάλασσα και τον φάρο η προϋπόθεση του θαύματος του λιμανιού μας, αλλά όλα αυτά από μόνα τους δεν θα τραβούσαν κόσμο, οι άνθρωποι που έρχονται στα Χανιά έρχονται για να μείνουν μέρες ή εβδομάδες, και πηγαίνουν σχεδόν κάθε μέρα στο λιμάνι, πηγαίνουν για τη χαρά της ζωής, που ως τώρα τους προσφερόταν με μοναδικό τρόπο: πολλές ταβέρνες, πολλά καφέ και άλλα μαγαζιά, το καθένα με δικό του χαρακτήρα, περπατάς στο λιμάνι και βλέπεις όλο και κάτι άλλο, αυτό από μόνο του σε διασκεδάζει, αλλά ταυτόχρονα ψάχνεις να βρεις αυτό που ταιριάζει σε σένα για να καθίσεις σήμερα, αύριο θα ψάξεις κάτι άλλο, ή αν ενθουσιάστηκες θα πας ξανά στο ίδιο.

    Οι φίλοι μου από το εξωτερικό όταν έρχονται στα Χανιά και βλέπουν για πρώτη φορά το λιμάνι, μένουν έκπληκτοι από την ομορφιά του, και στο τέλος των διακοπών τους πολλοί από αυτούς μου λένε “του χρόνου θα ξανάρθω, να σου πω, σκέφτομαι να αγοράσω κανένα σπίτι στα Χανιά, πόσο κοστίζει ένα σπίτι στα Χανιά;” Γενναιοδωρία, μια χαλαρή ανθρώπινη τάξη, απαλά χρώματα, μαλακά υλικά σκίασης, απαλός ζεστός και πολύμορφος φωτισμός, φιλικοί και ανεπιτήδευτοι σερβιτόροι, μεγάλες μερίδες εύγευστου ποιοτικού παραδοσιακού φαγητού, μοναδικά κεράσματα.

    Τα Χανιά, με τα χαρακτηριστικά μιας μικρής Ελλάδας, όπως τα αγαπάμε και όπως τα αγαπάει όλος ο κόσμος από όλον τον πλανήτη.

    Με τη νέα τάξη πραγμάτων όλα θα αλλάξουν προς το αντίθετο. Τα ανθρώπινα θα γίνουν ρομποτικά.

    Έχω να κάνω προτάσεις σχετικά με αυτό. Ή κάνεις κάτι σωστά, ή δεν το κάνεις καθόλου.

    Αφού λοιπόν θα υπάρχει παντού η ίδια κατασκευή, θα βίδωνα στο δάπεδό της παντού τις ίδιες καρέκλες και τα ίδια τραπέζια, με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ακριβώς στο ίδιο σημείο.

    Μαζί στην παραγγελία της κατασκευής θα είναι πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια και όλα τα άλλα – όλα ίδια.

    Και για να ολοκληρωθεί αυτή η brave new world κατάσταση, θα παράγγελνα μια σειρά ίδια ρομπότ για σερβιτόρους. Φαγητό θα είναι παντού το ίδιο, γι’ αυτό δεν θα χρειάζεται το κάθε μαγαζί κουζίνα, αλλά θα υπάρχει μόνο μία κεντρική κουζίνα στο λιμάνι, εκεί όλα θα μαγειρεύονται αυτόματα σε κατσαρόλες ρομπότ και θα διανέμονται επίσης ρομποτικά.

    Επειδή θα τηρείται πλέον αυστηρά ο νέος κανονισμός κοινόχρηστων χώρων (θα υπάρχουν μόνο τα βιδωτά τραπεζοκαθίσματα σε αριθμό κανονισμού), που ήδη προβλέπει μείωση των τραπεζοκαθισμάτων για τουλάχιστον ένα τρίτο, οι πελάτες θα έχουν μόνο 30 λεπτά στη διάθεσή τους, τότε πρέπει να φύγουν για να βρουν και άλλοι πελάτες θέση: το ρομπότ μετρ θα τους πιάνει μετά από 30 λεπτά από τον γιακά και θα τους οδηγεί έξω (άσχετα από το αν έχουν τελειώσει το φαγητό τους ή όχι), εκεί θα έχουν πλέον, χωρίς την “αναρχία” που υπήρχε κάποτε, πολύ χώρο για περπάτημα και θα μπορούν να παρακολουθούν τους άλλους πελάτες μέσα στην κατασκευή όπως τα ψάρια σε ενυδρείο ή πιθήκους σε ένα κλουβί. Όλα αυτά, όμως, για δύο τρία χρόνια μόνο, μετά θα έχει μαθευτεί σε όλο τον κόσμο πως τα Χανιά και άλλες ελληνικές πόλεις (βλέπε πιο κάτω ) είναι failed cities (αποτυχημένες πόλεις: στην ουσία τελειωμένες πόλεις, πόλεις που οι διοικούντες δεν έχουν σώας τας φρένας), και επιτέλους σε αυτές τις πόλεις θα είμαστε μόνοι μας.

    Πιστεύουν, οι άρχοντες της πόλης, πως το μεταλλικό κλουβί με τις περσίδες του, με όλες αυτές τις σκληρές και ολόισιες γραμμές, είναι κομψό. Και ναί, στο ένα πιλοτικό εστιατόριο, που ήδη υπάρχει, σερβίρονται γκουρμεδιές από σερβιτόρους με στολές. Η κομψότητα και η υπερηφάνεια του νεόπλουτου επαρχιώτη (να είναι καλά ο ιδιοκτήτης αυτού του μαγαζιού, έχει και αυτό το μαγαζί τη θέση του και το κοινό του, αλλά να είναι ένα και όχι τριακόσια ). Σε ένα τέτοιο ψυχρό κλουβί θα μπουν ψαροταβέρνες που υπάρχουν δεκαετίες και έχουν το ψαροκάικο δεμένο απέναντι από την ταβέρνα, το πολύχρωμο και φανταχτερό κοκτεϊλάδικο του φίλου και μορφής του λιμανιού Μανόλη, τα μπαρ για νεανικό ξεφάντωμα, το rock house, όλα και τα πάντα σε ένα κλουβί που δεν επιτρέπει καμία διαφοροποιήση σε σκίαση, φωτισμό και εξοπλισμό. Μα τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, μου έγραψε ένας φίλος του δήμαρχου Σημανδηράκη, φαντάσου, του απαντάω, να μας υποχρέωναν να είμαστε όλοι ντυμένοι παπάδες.

    Συνάντησα στα Χανιά, μετά από πάρα πολλά χρόνια που είχα να τον δω, τον φίλο μου Μάκη που ζει στη Χαλκίδα. Τι ωραία τα Χανιά, μου έλεγε και μου ξαναέλεγε.

    Εγώ: Ναι βρε Μάκη, αλλά πάνε να τα καταστρέψουν, θα βάλουν όλα τα μαγαζιά του λιμανιού σε κλουβιά, και όχι μόνο που το κλουβί το ίδιο είναι απαίσιο και δεν ταιριάζει στην παλιά πόλη, αλλά θα επαναλαμβάνεται πάντα το ίδιο κλουβί. Το άσχημο από μόνο του είναι ενοχλητικό, αλλά η ολοκληρωτική επανάληψη και επικράτησή του είναι μία ανείπωτη τραγωδία.

    Μάκης: Το ίδιο έχουν κάνει στον παραλιακό στην Χαλκίδα, δεν μπορείς πια να καθίσεις κάτω από ελεύθερο ουρανό, μόνιμα σκεπασμένα κλουβιά και εκεί. Δεν πηγαίνουμε πια με την γυναίκα μου στον παραλιακό, λίγο μετά το τέλος του παραλιακού υπάρχουν δύο τρία μαγαζιά χωρίς σταθερή σκεπή, εκεί πάμε, μόνο που έχει πολύ κόσμο εκεί που προτιμάει και αυτός να απολαμβάνει την έξοδο του σαν άνθρωπος.

    Θυμήθηκα μια παλιά μαυρόασπρη ιταλική ταινία. Όλος ο ουρανός σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα. Μόνο μια μικρή τρύπα υπάρχει. Μέσα από την τρύπα περνούν λίγες αχτίνες ήλιου που φτάνουν στη γη. Εκεί σχηματίζουν στο έδαφος έναν μικρό φωτεινό κύκλο. Μέσα σε αυτόν τον κύκλο στέκονται συνοστιμένοι όλοι οι άνθρωποι, δεν φαίνεται άνθρωπος πουθενά αλλού.

    Μια φίλη από τη Θήρα μου γράφει πως και εκεί ετοιμάζουν να βάλουν πανομοιότυπα κουβούκλια κατά μήκος όλης της παραλίας του Καμαρίου.

    Οι ηλίθιοι και οι αμόρφωτοι δεν είναι επικίνδυνοι, να φοβόμαστε όμως τους ημιηλίθιους και τους ημιμορφωμένους ( J.W. Goethe ).

    Ίσως να είμαι εγώ ο παράξενος και η ρομποτική κατάσταση να είναι μια καλή ιδέα. Όμως σχεδόν κανείς Έλληνας πολίτης, με τον οποίο μίλησα πάνω στο θέμα, δεν εκφράστηκε θετικά για αυτό που πάει να γίνει, τό ίδιο και οι ξένοι που το μαθαίνουν, απεναντίας: κανείς δεν θέλει να το πιστέψει. Γιατί λοιπόν επιβάλλεται μια πραγματικότητα ενάντια στην θέληση όλων των ανθρώπων; Σίγουρα επειδή στους υπεύθυνους δεν υπάρχει καμία αντίληψη για το τι σημαίνει δημοκρατία. Επίσης: Η χάραξη και επιβολή ολόκληρης της πραγματικότητας ( και όχι απλά κάποιων προδιαγραφών ) από μόνη της, είναι μια φασιστική πράξη. Όπως φασιστική είναι και η αισθητική της ομοιομορφίας και των σιδερένιων κλουβιών. Φασιστική είναι και η ισοπέδωση των πάντων που προϋπήρχαν. Άνθρωποι με λίγο μυαλό, αλλά με μεγάλη γνώμη για τον εαυτό τους και με πολύ εξουσία, κατασκευάζουν μια δική τους πραγματικότητα, εντελώς φτωχή και τυποποιημένη, εξωτερίκευση και εικόνα του δικού τους εσωτερικού κόσμου, μια πραγματικότητα που τους ικανοποιεί ψυχολογικά και αισθητικά, αλλά το πιο σημαντικό: έτσι που είναι η ζωή μαντρωμένη στο κλουβί, μπορούν να την ελέγχουν απόλυτα. Μια ζωή στον πάγο για δεκαετίες ( όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν υπάρχει εξέλιξη ).

    Δεν εκπλήσσουν όλα αυτά. Αναμενόμενα ήταν. Αυτή ήταν πάντα η Ελλάδα. Ό,τι ωραίο και αξιόλογο δημιουργήσουν Έλληνες, θα έρθουν άλλοι Έλληνες να το καταστρέψουν. Πιθανώς το ίδιο θα συμβεί και με τα Airbnb, που έφεραν μια νέα διάσταση στον ελληνικό τουρισμό και μια δημιουργική φρεσκάδα. Πάντα οι σκοτεινοί Έλληνες που δεν δημιουργούν τίποτα, φροντίζουν να χαλάσουν αυτά που με όμορφες και έξυπνες ιδέες, χίλιους κόπους και θυσίες έφτιαξαν ( για δικό τους καλό και για το καλό των πολλών άλλων) οι Έλληνες της δημιουργίας.

    Όλα αυτά θα έπρεπε να τα επιβλέπει η ελληνική κυβέρνηση και να φροντίζει να αποφεύγονται. Απεναντίας όμως τα προωθεί. Είναι, αν και θεωρητικά φιλελεύθερη, μια κυβέρνηση του κεντρικού σχεδιασμού των πάντων. Από πάνω θα αποφασίζεται ακριβώς και με κάθε λεπτομέρεια πως θα είναι το κάθε μαγαζί ιδιώτη στα ιστορικά λιμάνια και στους παραλιακούς. Από πάνω θα μου επιβάλουν να κερδίζω πολύ λιγότερα από το σπίτι μου, για να πληρώνει άλλος, ίσως, λίγο λιγότερο ενοίκιο. Από πάνω αποφασίζουν να υπάρχουν λιγότερα rooms for rent ( η αρχή και η ψυχή του ελληνικού τουρισμού ), για να υπάρχουν περισσότερα πεντάστερα τέρατα. Από πάνω σχεδιάζονται τα φτηνουλιάρηκα πάρκα, με πολύ μπετόν και λίγα δεντράκια, ρομποτικά χαραγμένα, χωρίς συναίσθημα, χωρίς λεπτότητα, χωρίς ιδέες, χωρίς φαντασία, χωρίς χαρά της ζωής.

    Όλα αυτά χωρίς καμία αντίσταση. Οι χορτάτοι άνθρωποι βαριούνται να αντισταθούν, όταν καταλάβουν πως η Ελλάδα που αγαπούσαν εξαφανίστηκε και πως αυτά που τους έκαναν χορτάτους (η απλή ομορφιά, η πολυμορφία, το αυθόρμητο, το ανεπιτήδευτο, η ανθρωπιά, η χαρά της ζωής, ο ελληνικός τουρισμός δημιουργημένος <<από κάτω>>, γενικά η αυθεντικότητα της Ελλάδας: αυτά, πέρα από ήλιο και θάλασσα που υπάρχουν και αλλού, έφερναν τους τουρίστες) δεν υπάρχουν πια, τα γκρέμισαν οι εφιάλτες της Ελλάδας, θα είναι πια αργά.

    *Ο Γιώργος Κιαγιάς είναι ιδιοκτήτης Airbnb
    * το κείμενο δημοσιεύτηκε στο capital.gr

    Fasoulakis

    Δείτε ΕΔΩ περισσότερα από το Kriti360.gr 

    googlenews Kriti360

    Ακολουθήστε το kriti360.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ