More

    Μια φορά κι έναν καιρό: “Του ήλιου το κρυφτό”

    Όταν η γη ήταν ακόμη ένα πελώριο δάσος, ήρθε χειμώνας δύσκολος κι άγριος να κουρνιάσει στην αγκαλιά της μάνας – Φύσης.

    Ο ατίθασος χορός του βοριά συνέπαιρνε τις άτακτες χιονονιφάδες – που τη μία στροβιλίζονταν μελωδικά στον αέρα και την άλλη έπεφταν σαν ατσάλινα καρφιά πάνω στην κρυστάλλινη επιφάνεια. Τα μικροσκοπικά έντομα απολάμβαναν τη θαλπωρή στο ζεστό τους καταφύγιο κάτω απ΄ το χώμα. Μικρά φίδια είχαν τρυπώσει ανάμεσα στις κουφάλες αιωνόβιων δέντρων, ενώ τα άγρια θηρία κοιμόντουσαν – σα χορτασμένα βρέφη, μέσα στις κακοτράχαλες σπηλιές τους.

    Συγγραφέας: Μαργαρίτα Αυγουσιανάκη – Επιμέλεια κειμένου: Έφη Μαλτέζου

     

    Το ακτινοβόλο φεγγάρι αχνοφαινόταν, μα βασίλευε στο σκοτεινό ουρανό και γινόταν καθρέφτης για κάθε γιορτινή νύχτα με τις σκιές από τα αγγελούδια να φτεροκοπούν γύρω του. Η λάμψη του αρκούσε για να μείνουν άγρυπνα τα δέντρα, που ψιθύριζαν παραμύθια στα πουλιά.

    Εκείνα ησύχαζαν και μες στην παγωνιά τραγουδούσαν με φωνή ξακουστή κι ανθρώπινη. Κι ήταν τα τραγούδια τους νανούρισμα παρήγορο και θρεπτικό για όλα τα μικρά και τα μεγάλα πλάσματα που είχαν κρυφτεί για να προστατευτούν από τη βαρυχειμωνιά. Οι γλυκές μελωδίες τους στόλιζαν την απέραντη σιγαλιά κάθε που ο αέρας κι η βροχή έπαυαν να λογομαχούν λυσσομανώντας.

    Έτσι περνούσε ο καιρός. Η άνοιξη κόντευε να έρθει. Ο ήλιος όμως, ούτε μια μέρα δεν είχε φανεί. Και πώς θα ερχόταν η άνοιξη χωρίς τον ήλιο; Και πώς θα ξυπνούσαν τα μικροσκοπικά έντομα, τα μικρά φίδια και τα άγρια θηρία χωρίς το φως του;

    Τα πουλιά ανησυχούσαν:

    • “Μήπως τον αγάπησε η θάλασσα και τον έκρυψε για πάντα στο βυθό της;” είπε το ένα.
    • “Βρε μπας και το φεγγάρι ζήλεψε την περίσσια λάμψη του και τον έκλεψε;” είπε το άλλο.
    • “Μάλλον θα έφυγε για πάντα και στα όνειρα κάποιου κατοικεί”, είπε το τελευταίο που ήταν και το πιο μικρό.

    Με αυτόν τον τρόπο κάθε βράδυ περνούσε, αντί πια να τραγουδούν, σκότιζαν το μυαλό τους.

    Μια παγωμένη νύχτα μέσα στο αποχείμωνο, ένας γδούπος ήρθε να ταράξει την άπνοια.  Ήταν η γριά κουκουβάγια που πήγε κοντά τους. Τα αγκάλιασε με τις μεγάλες λευκές φτερούγες της. Έσμιξαν, ζέσταθηκαν κι άκουσαν τα λόγια της:

    • “Ο ήλιος δε χάθηκε, μικρά μου”, είπε.
    • “Τότε που είναι; Γιατί δεν τον βλέπουμε πια;” ρώτησαν και τα τρία μαζί.
    • “Λάμπει κι ακτινοβολά στα μάτια σας κάθε φορά που μέσα στο θυμό βρίσκετε θάρρος να πείτε “σ’αγαπω”.”
    • “Πότε άλλοτε;” ρώτησε το ένα.
    • “Όταν διώχνετε μακριά ένα βαρύ ή μικρό μυστικό.”
    • “Πότε πάλι;” είπε το δεύτερο.
    • “Όταν αποχωρίζεστε με γενναιότητα ό,τι αγαπάτε αληθινά.”
    • “Και ξανά;” είπε το τελευταίο που ήταν και το πιο μικρό.

    “Κάθε φορά που ζωγραφίζετε τον ουρανό με τα δικά σας μοναδικά και πολύτιμα χρώματα. Τότε τα μάτια σας φεγγοβολούν. Ο ήλιος δε χάθηκε μικρά μου. Μέσα σας ζει και βασιλεύει” είπε και με ένα τίναγμα των λευκών φτερούγων της πέταξε και χάθηκε γρήγορα μες στο σκοτάδι.

    Ύστερα τα πουλιά τραγούδησαν για τον ήλιο. Με όλη τους την ελπίδα και όλη τους την αγάπη:

    ” Ήλιε τρανέ βασιλιά,

    με μια μικρή αχτίδα σου

    ζέστανέ μας την καρδιά.

    Για σένα, Ήλιε, τραγουδάμε

    όλα μαζί, μια αγκαλιά.”

    Από τα μικρά τους μάτια κύλησε μια μικρή -τόση δα- σταγόνα δάκρυ. Έπεσε πάνω στο χιόνι. Κι ήταν αρκετή για να λιώσει ολόκληρη η λευκή επιφάνεια που είχε σκεπάσει τη γη.

    Η πρώτη ακτίνα του ήλιου διαπέρασε τα σύννεφα. Το έκθαμβο φως του τα διέλυσε.

    Έπειτα, τα μικροσκοπικά έντομα βγήκαν από το καταφύγιο τους. Ακολούθησαν τα μικρά φίδια που βγήκαν μέσα από τις κουφάλες των δέντρων κι ύστερα τα άγρια θηρία που έμοιαζαν με μικρά παιδιά όταν ξυπνούν νωρίς το πρωί.

    Κι ήρθε η άνοιξη. Που την έφερε ο ήλιος. Που είχε για λίγο χαθεί, μα τον έφεραν πίσω τα πουλιά με τα γλυκά τραγούδια τους…

     

     

    Δείτε ΕΔΩ περισσότερα από το Kriti360.gr 

    googlenews Kriti360

    Ακολουθήστε το kriti360.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ