1.Το μυστήριο κουτί
“Πάρε αυτό το κουτί αλλά πρόσεξε…” είπε ο παππούς Νικήτας όσο με κοίταζε εξεταστικά μες στα μάτια λες και διάβαζε τις σκέψεις μου μία μία.
“Μην το ανοίξεις πάρα μόνο όταν σ’ το πει η καρδιά σου. Μόνο όταν σ’ το πει η καρδιά σου, Ίρις μου.”
Με τα δυο του χέρια τοποθέτησε απαλά ένα ξεθωριασμένο χρυσαφί κουτί πάνω στο τραπέζι. Στράφηκε προς τα κουζινικά του κι έφτιαξε με μεράκι το απογευματινό ζεστό ρόφημα από άγρια βότανα. Τα μάζευε ο ίδιος κάθε άνοιξη από τους λόφους που περιστοίχιζαν το χωριό. Αφού τα άπλωνε σε μεγάλα ρηχά ταψιά που τοποθετούσε κάτω από τον φλογερό ήλιο, περίμενε με υπομονή ώσπου να αποξηραθούν.
Ύστερα τα φύλαγε σε γυάλινα βαζάκια που στη λευκή ετικέτα πάνω τους αναγραφόταν με κεφαλαία γράμματα το κάθε είδος: φασκόμηλο, χαμομήλι, μαλοτήρα, γαρύφαλλο, κανέλα.
Μονομιάς, γράπωσα το μυστήριο κουτί κι έφυγα τρέχοντας. Εκείνος χαμογέλασε. Χαμογέλασε με κείνο το παππουδίστικο γλυκό γέλιο που σχηματίζει λακκάκια στα μάγουλα και το πρόσωπο φωτίζεται από αγάπη. Το ξέρω καλά, τον είδα με την άκρη του ματιού μου.
2.Στο δεντρόσπιτο που ήταν κάπως παραμυθένιο
Τα πλατιά φύλλα του πλάτανου αγκάλιαζαν προστατευτικά το δεντρόσπιτο που βρισκόταν στην κορυφή του αιωνόβιου δέντρου. Οι ηλιαχτίδες το έλουζαν και το απαλό αυγουστιάτικο αεράκι τις έκανε να παιχνιδίζουν και να κυνηγιούνται γύρω του. Ήμουν τόσο περήφανη για το ξύλινο δεντρόσπιτο που είχε φτιάξει ο παππούς για μένα μόνο!
“Θα το φτιάξω ούτως ή άλλως. Ακόμη κι αν δεν έρθεις ετούτο το καλοκαίρι, αυτό θα είναι εκεί και θα σε περιμένει”, μου είπε στο τηλέφωνο μια χειμωνιάτικη Κυριακή.
Πάνω από την πόρτα του είχε χαράξει μια καρδιά. Στο κέντρο της ήταν γραμμένο το όνομα μου. Με μπλε το Ι ,με πράσινο το Ρ , με ροζ το Ι, με κίτρινο το Σ: ΙΡΙΣ.
Το πολύχρωμο όνομά μου βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο και ήταν ζωγραφισμένο ανάμεσα στα χρώματα της φύσης. Πόσο ευφραινόταν η καρδιά μου στο θέαμα και πόσο πολύ χαιρόμουν κι εγώ που κατάφερα να ξεφύγω -για λίγο έστω- από το γκρίζο της μουντής μεγαλούπολης!
Ανέβηκα με ευκολία την αυτοσχέδια ανεμόσκαλα του δεντρόσπιτου. Λίγο πριν φτάσω στο τελευταίο σκαλί ένας απρόσκλητος επισκέπτης μου δημιούργησε πανικό.
“Έι εσύ! Φύγε από δίπλα μου! Ούτε να το σκέφτεσαι…”.
Ήταν μια πανούργα μέλισσα που μετάαπό κάμποσες κυκλικές κινήσεις και παρόλες τις αντιρρήσεις μου, «προσγειώθηκε» ακριβώς επάνω στο κεφάλι μου.
Η κραυγή μου τρόμαξε όλα τα τζιτζίκια που απολάμβαναν τη σκιά ενώ τραγουδούσαν επάνω στον κορμό του πλατάνου. Ξάφνου πετάρισαν βιαστικά και άτσαλα με αποτέλεσμα να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρις ότου βρουν το δρόμο προς την ελευθερία.
Τινάχτηκα από έκπληξη και αγωνία τόσο που έγειρα προς τα πίσω. Ευτυχώς, κατάφερα τελικά να πιαστώ από τα σχοινιά και κρατήθηκα καλά.
-«Ουφ», ξεφύσηξα με ανακούφιση παρόλο το καρδιοχτύπι. Σκούπισα το μέτωπο μου κι έφτασα επιτέλους στην πόρτα όπου χώθηκα σαν κυνηγημένη.
Κρύφτηκα γρήγορα μέσα στο δεντρόσπιτο, κρατώντας σφιχτά το μυστήριο κουτί.
Κάθισα στη γωνία πάνω στο μεγάλο μπλε μαξιλάρι και ακούμπησα το κουτί στα γόνατά μου.
Από το μικρό στρογγυλό παραθυράκι απέναντί μου έβλεπα τα πάντα. Τα πέτρινα σπίτια του χωριού που ήταν λιγοστά μα χαρούμενα. Την εκκλησία και το καμπαναριό της που, παρόλο που ήταν παμπάλαιο, στεκόταν περήφανο και στιβαρό. Το σχολείο με την κοκκινωπή κεραμιδένια σκεπή, που με τον καιρό είχε αλλοιωθεί και μαύριζε ανά σημεία. Έβλεπα ακόμη και τα τενεκεδένια γλαστράκια με τα λογιών λογιών χρωματιστά λουλούδια που ήταν τοποθετημένα γύρω από το προαύλιο και το στόλιζαν διακριτικά.
Δε φαντάζεστε με πόση μεγαλοπρέπεια στέκονταν τα βουνά με τους απότομους και φοβερούς γκρεμούς τους! Κι ήταν οι ρίζες τους γεμάτες αγκάθια κι αγριόχορτα. Κι όλο αυτό το θηρίο των αλυσιδωτών κορυφών ενωνόταν τελικά με τη θάλασσα που ήταν ήρεμη, σαν ένα απέραντο μπλε τεντωμένο ύφασμα. Μα προτιμούσα να τη βλέπω αγριεμένη γιατί μου ‘ρχονταν στο μυαλό παραμύθια. Από χρόνους παλιούς κι αλλοτινούς που το διάβα της πορείας τους συναντιόταν με όλη αυτή την ονειρεμένη θέα και τα θαυμαστά μέλη της.
Έτριψα το κεφάλι μου για να καταλαγιάζω τους συλλογισμούς μου και περιεργάστηκα το κουτί.
Τι να είχε μέσα;
Ποιό να ήταν το μυστηριώδες περιεχόμενο του;
Μάλλον θα ήταν κάτι τόσο πολύτιμο όσο η καρδιά. Από την άλλη όμως τι να εννοούσε ο παππούς με τη φράση ” άνοιξέ το όταν σ’ το πει η καρδιά σου;”.
Σαν πως μιλούν οι καρδιές;
Πολλά ερωτήματα παίδευαν το μυαλό μου. Κι ήμουν μόλις 8 χρονών.
Ευτυχώς δεν άργησα να βρεθώ στις αγκάλες του Μορφέα. Εκεί στο δεντρόσπιτο. Στο μπλε μαξιλάρι πάνω.
(συνεχίζεται…)