Το σπίτι της γιαγιάς Γαλάτειας βρίσκεται κοντά στο ξακουστό Σκοτεινό χωριό, μα ευτυχώς, έξω από αυτό. Είναι τόσο μικρό που μοιάζει βουτηγμένο στο πυκνό από έλατα δασάκι, δίπλα στην Άσπρη λίμνη, που λένε οι παλιοί πως τις νύχτες εκεί τραγουδούν γοργόνες.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου που έπεφταν από την Ανατολή, το έλουζαν με μπόλικο χρυσαφένιο φως. Λευκό στο χρώμα κι ολόγυρα ζωσμένο από ανθισμένα λουλούδια. Τα πορτοπαράθυρα ήταν αγκαλιασμένα από καταπράσσινους κισσούς που είχαν απλωθεί τριγύρω. Τριανταφυλλιές, κρίνοι και γιασεμιά μοσχοβολούσαν και στόλιζαν την αυλή του. Στα κλωνάρια μιας ολάνθιστης αμυγδαλιάς είχαν μεταξύ τους πλεχτεί κόκκινες και άσπρες κλωστές, σαν μικρά βραχιολάκια του Μάρτη.
Η γιαγιά Γαλάτεια ξεπρόβαλε από την δίφυλλη ξυλόπορτα. Ένα ζωηρό χαμόγελο ζωγράφισε το πρόσωπό της που μονομιάς έλαμψε σαν άστρο της αυγής.
– Τι όμορφη μέρα, είπε πίνοντας την πρώτη γουλιά από τον φρεσκοψημένο καφέ της. Ύστερα, κάθισε στη μπλε καρέκλα δίπλα στη γλάστρα με τις γαρδένιες. Είχε κοσμήσει με ένα πολύχρωμο χειροποίητο πλεκτό κέντημα το κάθισμά της. Πορτοκαλί, πράσινο, κίτρινο, μωβ σαν το ουράνιο τόξο μέσα στη θάλασσα.
-Χαρά Θεού είναι και σήμερα, είπε και τοποθέτησε το φλυτζάνι πάνω στο τραπέζι.
Στα ασημένια της μαλλιά στραφτάλιζε το φως της μέρας. Τα χαράκια στο χλωμό της μέτωπο έμοιαζαν με μικρά δρομάκια, τα οποία κατέληγαν στα μαύρα μάτια της που ήταν μυστηριώδη και διαμαντένια.
Τι θησαυρούς να έκρυβαν άραγε;
Έπιασε το αγαπημένο της βιβλίο. Ήταν ξεθωριασμένο τόσο, που είχε χάσει το καφετί του χρώμα, όμως η γιαγιά το αγαπούσε πολύ.
Κι αν νομίζετε, πως η γιαγιά Γαλάτεια ήταν μόνη της, κάνετε λάθος. Όσο διάβαζε, απολαμβάνοντας τον καφέ της τη συντρόφευαν:
Μπλε ζωηρές πεταλούδες που χόρευαν πάνω απ’ τις κίτρινες μαργαρίτες της αυλής. Μια γκρίζα γάτα που θήλαζε τα μωρά της μέσα στο καλάθι, όπου η γιαγιά συνήθιζε να τοποθετεί φρέσκα φρούτα. Και φυσικά, ο αγαπημένος της σκύλος, ο Μιλ που ήταν γεράκος και κοιμόταν στο ασπρισμένο τσιμεντένιο σκαλί.
-Γιαγιά, γιαγιάκα! Ακούστηκε από μακριά μια γάργαρη γλυκιά φωνή. Ήταν η μικρή Λένια, η εγγονή της.
-Γιαγιάκα, ξαναφώναξε και σήκωσε ψηλά το χέρι κουνώντας το δεξιά-αριστερά. Τέντωσε μάλιστα ολόκληρο το κορμάκι της μήπως και δεν τη δει η κυρά Γαλάτεια.
Πλατς! Πλατς! βουτούσαν τα κόκκινα γαλοτσάκια της, ενώ έτρεχε, στις λακκούβες που είχαν λιμνάσει από το βραδινό ψιλόβροχο, πιτσιλώντας το χορτάρι τριγύρω.
– Καλή μου, εγγονούλα! είπε η γιαγιά καλωσορίζοντας τη.
Η Λένια με ένα σάλτο χώθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς κι εκείνη την έσφιξε, φιλώντας το καστανόξανθο κεφαλάκι της.
Ωστόσο στον ουρανό, που ήταν καθαρός και ήρεμος, ζωηροί χαρταετοί με χρωματιστές τρίγωνες ουρές πάλευαν να φτάσουν όλο και πιο ψηλά. Χελιδόνια έφτιαχναν φωλιές στη μουτζουρωμένη καμινάδα και σπουργίτια τιτίβιζαν ανοιξιάτικα τραγούδια.
Κάθισαν στο πλατύσκαλο και η Λένια έγειρε στο μπράτσο της κυρά Γαλάτειας.
– Πες μου ένα παραμύθι, γιαγιά,
είπε, όσο είχε προσηλωμένο το βλέμμα της σ’ ένα χαμομηλάκι που είχε φυτρώσει ανάμεσα στο πέτρινο ράγισμα.
– Ποιο παραμύθι να σου πω; ρώτησε η γιαγιά, τάχα μου πως δεν ήξερε, και έτεινε το χέρι της αποθαρρύνοντας τη μικρή από την επιθυμία να το κόψει για να το μυρίσει.
– Πες μου εκείνο με τις αμυγδαλιές! είπε η μικρή Λένια κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
– Πάλι αυτό; Δεν έχεις κουραστεί να το ακούς;
– Κάθε άλλο, γιαγιά. Κάθε φορά είναι σα να το ακούω πρώτη φορά.
– Τι περίεργο! Και για μένα κάθε φορά μοιάζει σα να το αφηγούμαι πρώτη φορά, είπε η γιαγιά.
– Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, είπε η μικρή Λένια χτυπώντας ταυτόχρονα τα πόδια της με ρυθμό στο πέτρινο δάπεδο.
Η γιαγιά άφησε στην άκρη για λίγο το παλιό βιβλίο. Πήρε αγκαλιά το κορίτσι και, ως αληθινή παραμυθού που ήταν, ξεκίνησε πάλι την αφήγηση με ποιήματα και στίχους:
-“Το φεγγάρι, συντροφιά μου,
και τ’ αστρί στην αγκαλιά μου,
γύρνα πίσω, στα παλιά,
φύσα αγέρα στα πανιά.”
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αμυγδαλιές. Είχαν φυτρώσει η μια δίπλα στην άλλη. Η πρώτη κάθε χρόνο άνθιζε σκορπώντας αρώματα απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι που έβγαζε ζουμερούς πράσινους καρπούς. Ούτε ένας περαστικός δεν πέρασε από εκεί, χωρίς να γεμίσει έστω μια φόρα τις χούφτες ή τις τσέπες του με χλωρά νόστιμα αμύγδαλα. Όποιος τα γεύονταν είχε μια παρηγοριά. Ο δρόμος του φαινόταν συντομότερος. Η παρέα του φαινόταν πιο συντροφική.
Η φιλία πιο διασκεδαστική. Η αμυγδαλιά ήταν ευγνώμων που οι καρποί της ήταν χρήσιμοι. Σε αντίθεση με την άλλη αμυγδαλιά που ποτέ δεν άνθιζε.
Ήταν θυμωμένη που δεν είχε καταφέρει ούτε μια άνοιξη να ανθίσει και να καρποφορήσει. Έδιωχνε από κοντά της ό,τι την πλησίαζε. Μια μέρα άπλωσε τα ξερά λεπτά κλαδιά της για να πειράξει την ανθισμένη αμυγδαλιά. Μετά από λίγο ούτε ένας καρπός δεν έμεινε να στολίζει τα κλωνάρια της. Ούτε ένας καρπός δεν απέμεινε πια γι’ αυτόν να καμαρώνει. Όσο για τα φύλλα της έπεσαν κατάχαμα και σκέπασαν όλα το χώμα. Ένα προς ένα.
– Χα! Κοίτα πως έγινες τώρα ! Για να σε δω. Δε θα ανθίσεις ποτέ ξανά. Ούτε θα καρποφορήσεις, είπε η ξερή αμυγδαλιά.
Όμως η άλλη αμυγδαλιά δεν παραπονέθηκε:
– Υπομονή θα κάνω. Γιατί πριν ανθίσω ήμουν γυμνή, όπως τώρα. Μα είχα εμπιστοσύνη στις ρίζες μου. Είχα πίστη στον ουρανό, στον ήλιο, στο φεγγάρι. Όλους τους είχα φίλους μου. Τα έντομα, τα πουλιά, τα ζώα, τους ανθρώπους. Ώσπου ένα ανοιξιάτικο πρωινό ξύπνησα και ήμουν ανθισμένη. Αυτό θα κάνω πάλι. Κι αν με ξαναπειράξεις, πάλι αυτό θα κάνω.
Η ξερή αμυγδαλιά άνοιξε το πιο ξερό, το πιο κακόμοιρο κλαδί που είχε… Όχι για να την πειράξει αλλά, αυτή τη φορά, για να την αγκαλιάσει.
-Συγγνώμη, είπε. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Σου ζητώ συγγνώμη.
-Εντάξει, της είπε. Ανταπέδωσε την αγκαλιά με χαρά και χόρεψε ασταμάτητα. Έκανε άπειρες και αριστοτεχνικές στροφές, λες κι ήταν ακούραστη μπαλαρίνα σε παράσταση χορού.
Αμέσως, όμορφα σπουργίτια φτερούγισαν γύρω από την ξερή αμυγδαλιά. Κελάηδησαν πάνω στα κλαδιά της και βγήκαν τα πρώτα φυλλαράκια. Τα ζουζούνια τραγούδησαν γύρω της και γεννήθηκαν μοσχομυριστοί λευκοί ανθοί. Να σου και οι πεταλούδες που με τα πολύχρωμα φτερά τους στόλισαν το φόρεμα της αμυγδαλιάς! Ο ουρανός σκοτείνιασε κι η βροχή την έλουσε. Ο ουρανός φωτίστηκε κι ο ήλιος τη ζέστανε. Οι περαστικοί έπλεξαν κόκκινη και λευκή κλωστή, που λένε πως είναι τα χρώματα της χαράς και της αγάπης και τα έδεσαν στα κλαδιά της. Κι εκείνη τους χάρισε ζουμερά αμύγδαλα και τους είπε:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ!
– Κι ύστερα, γιαγιά; Τι έγινε;
Η γιαγιά σηκώθηκε. Πλησίασε την αμυγδαλιά που είχε στην αυλή και έλυσε ένα μαρτιάτικο βραχιολάκι απ’ το πιο ανθισμένο της κλαρί. Έπειτα, κάθισε δίπλα στη μικρή Λένια κι ενώ της το έδενε στο αριστερό της χέρι, είπε:
– Ύστερα, καλή μου ήρθε η άνοιξη. Ήρθε η άνοιξη στην καρδιά που ό,τι καιρό κι αν έχει έξω, η άνοιξη αυτή κρατάει για πάντα.