Το άγχος αποτελεί ένα αρκετά οικείο συναίσθημα τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά. Ορίζεται ως ένα πολύπλοκο μοτίβο κινητικών, υποκειμενικών και φυσιολογικών αντιδράσεων που εκδηλώνεται κατά την αναμονή μίας πραγματικής ή υποτιθέμενης απειλής.
Της Ήρας Κουτουλάκη*
Αποτελεί ένα λειτουργικό συναίσθημα που διευκολύνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, θέτοντας τον οργανισμό σε μία κατάσταση ετοιμότητας. Βοηθάει το παιδί να οδηγηθεί από την εξάρτηση στην αυτονομία, συνιστώντας με αυτόν τον τρόπο ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής του πορείας (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2003).
Όταν το άγχος είναι υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και διαρκές για μία παρατεταμένη χρονική περίοδο, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη κάποιας αγχώδους διαταραχής. Σε αυτήν την περίπτωση ο οργανισμός προβαίνει σε μία «τοξική» αύξηση ορμονών, όπως της κορτιζόλης, η οποία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα μνήμης και να εξασθενίσει το ανοσοποιητικό σύστημα. Σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης που σχετίζονται με την καλή διάθεση, το παιδί μπορεί να οδηγηθεί σε μία κατάσταση στην οποία θα βιώνει μία συνεχόμενη αίσθηση απειλής ή τρόμου.
Κατά συνέπεια, αισθάνεται αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις οποιουδήποτε έργου, θεωρώντας τον κόσμο επικίνδυνο και απειλητικό (Sunderland, 2006). Σε αυτήν την περίπτωση το άγχος χάνει τη λειτουργικότητά του, αποτελώντας πλέον τροχοπέδη για την ομαλή προσαρμογή του παιδιού, καθώς το προτρέπει να αποφεύγει οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κορύφωση του άγχους και τη γενίκευσή του ακόμη και σε καταστάσεις που απουσιάζουν τα ερεθίσματα που το προκαλούν (Plummer, 2013).
Μέχρι πρόσφατα το άγχος στην παιδική ηλικία δεν τύγχανε της ιδιαίτερης προσοχής των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, καθώς τα ευρήματα παλαιότερων ερευνών υποστήριζαν την άποψη ότι οι εκφάνσεις του άγχους κατά την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού είναι ασταθείς και έχουν την τάση να υποχωρούν με την ωριμότητα του ατόμου (Slater, 1939). Ωστόσο, τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα συμπτώματα του άγχους είναι εξαιρετικά επίμονα και η παρουσία τους αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης κάποιας αγχώδους διαταραχής ή άλλων ψυχιατρικών προβλημάτων (Waldron, 1976˙ Kessler et al., 2005).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί επίσης ότι τα παιδιά με άγχος έχουν τη τάση να εσωτερικεύουν τα προβλήματά τους, στρέφοντάς τα προς τον εαυτό τους. Επομένως, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί δεν τους δίνουν τη δέουσα σημασία, καθώς δίνεται, γενικά, πολύ περισσότερη έμφαση στα παράπονα, στις ανησυχίες, στις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές και όχι στα παθητικά εσωστρεφή παιδιά, που δεν δημιουργούν προβλήματα. Ακόμη κι αν αναγνωρίσουν το πρόβλημα, οι ενήλικες τείνουν να υποβιβάζουν τη σοβαρότητα της οδύνης και την ένταση του ψυχικού πόνου που βιώνει ένα παιδί (Kovacs, 2006).
Οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις συνηθέστερες στην παιδική ηλικία με τις επιδημιολογικές αναφορές να τις υπολογίζουν στο 10% του γενικού πληθυσμού (Bienvenu & Ginsburg, 2007˙ Costello, Mustillo, Erkanli, Keeler & Angold, 2003˙ Monga, Young & Owens, 2009), ενώ η συχνότητα εμφάνισής τους σε παιδιά ηλικίας 6 έως 12 ετών διακυμαίνεται ανάμεσα σε 18% με 21%. Έχει διαπιστωθεί, επίσης, ότι τα συμπτώματα άγχους εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια (Kashani & Orvaschel, 1990). Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την αναγκαιότητα κατανόησης της γνωστικής και συναισθηματικής λειτουργικότητας των παιδιών με άγχος για την πρόληψη και αντιμετώπιση των εσωτερικευμένων προβλημάτων στην παιδική ηλικία.
Τα χαρακτηριστικά της εσωτερίκευσης είναι η ανησυχία, η απόσυρση, η απομόνωση, οι φοβίες, η αποφυγή ορισμένων ερεθισμάτων και καταστάσεων, τα σωματικά συμπτώματα και οι υποκειμενικές αντιδράσεις που υποδεικνύουν ότι το παιδί υποφέρει εσωτερικά. Τα παιδιά με άγχος παρουσιάζουν ελλείψεις στην κοινωνική τους λειτουργικότητα, είναι λιγότερο διεκδικητικά, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην κριτική και παρουσιάζουν συχνά χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση εξαιτίας της αναβλητικότητάς τους για την ανάληψη και ολοκλήρωση εργασιών, λόγω της ανησυχίας τους ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν με επάρκεια σε αυτές.
Ενδείξεις Άγχους στην παιδική ηλικία |
Ανησυχία για το μέλλον (θέτοντας πολλές ερωτήσεις για την πρόβλεψή του). |
Ευερεθιστότητα. |
Συχνή εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων, όπως πονοκεφάλων και ενοχλήσεων στο στομάχι. |
Επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες. |
Απόσυρση από διασκεδαστικές δραστηριότητες. |
Δυσκολία συγκέντρωσης προσοχής με επιπτώσεις στη σχολική επίδοση. |
Στις αγχώδεις διαταραχές που επηρεάζουν τα παιδιά κατατάσσονται η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού, η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή, η Ειδική Φοβία, η Κοινωνική Φοβία, η Διαταραχή Πανικού, η Αγοραφοβία και η Εκλεκτική Αλαλία. Η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού αφορά την εκδήλωση υπερβολικού άγχους σε ενδεχόμενο αποχωρισμό του παιδιού από τα άτομα με τα οποία είναι προσκολλημένο.
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή χαρακτηρίζεται από υπερβολικό και ανεξέλεγκτο άγχος για μία σειρά ερεθισμάτων και καταστάσεων τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών. Η Ειδική Φοβία αναφέρεται σε έκδηλο, υπερβολικό και επίμονο φόβο που εκλύεται από την παρουσία ή την αναμονή ειδικού αντικειμένου ή ειδικής κατάστασης. Η Κοινωνική Φοβία αποτελεί έναν έντονο και επίμονο φόβο ταπείνωσης και αμηχανίας σε κοινωνικές καταστάσεις.
Η Διαταραχή Πανικού περιλαμβάνει τις επαναλαμβανόμενες απροσδόκητες προσβολές πανικού, που συνοδεύονται για τουλάχιστον ένα μήνα ή περισσότερο από επίμονο άγχος του ατόμου μήπως του ξανασυμβούν, από ανησυχία και στενοχώρια για τις επιπτώσεις των προσβολών κι από σημαντική αλλαγή της συμπεριφοράς που σχετίζεται με αυτές.
Η Αγοραφοβία αποτελεί μία σημαντική αγχώδη διαταραχή κατά την οποία το άτομο εκδηλώνει άγχος, το οποίο δημιουργείται από την έκθεση του σε μέρη ή καταστάσεις από τις οποίες η διαφυγή μπορεί να είναι δύσκολη ή στις οποίες δεν είναι εύκολο να του παρασχεθεί βοήθεια στην περίπτωση που του συμβεί µια αιφνίδια ή περιστασιακά προβλεπόμενη προσβολή πανικού.
Η Εκλεκτική Αλαλία είναι μία διαταραχή άγχους που εμφανίζεται συνήθως σε μικρές ηλικίες κατά την οποία το παιδί αδυνατεί να μιλήσει και να επικοινωνήσει σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις.
Δύο ακόμα διαταραχές χαρακτηρίζονται από υπερβολικό και παράλογο άγχος, αλλά πλέον σύμφωνα με το DSM-V ανήκουν σε ξεχωριστές διαγνωστικές κατηγορίες: η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες.
Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή αναφέρεται σε επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς με τους οποίους ασχολείται το παιδί τουλάχιστον για μία ώρα την ημέρα, οι οποίοι το καταπονούν και του δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινή λειτουργικότητά του. Η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες χαρακτηρίζεται από επίμονο άγχος ως επακόλουθο ενός τραυματικού γεγονότος που δε συνηθίζεται στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας (APA, 2013).
Σωματικά Συμπτώματα Άγχους |
|
Δυσκολία στην αναπνοή | Βούισμα στα αυτιά |
Ζάλη / Κεφαλαλγίες | Πόνοι /Ενοχλήσεις στο στομάχι |
Αστάθεια | Αύξηση αρτηριακής πίεσης |
Εφίδρωση | Ταχυκαρδία |
Πόνος στους ώμους και στο στήθος | Τάση για εμετό ή/και εντερικά προβλήματα |
Αδυναμία στα άκρα | Θαμπή όραση |
Δυσκολία την κατάποση | Ξηροστομία |
Η θεραπευτική παρέμβαση στις αγχώδεις διαταραχές στοχεύει στην κατανόηση της διεργασίας του άγχους, στην απόκτηση δεξιοτήτων διαχείρισής του, καθώς και στην γενικευμένη εφαρμογή αυτών των μαθημένων δεξιοτήτων. Η πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων καταδεικνύει τη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Παρέμβαση ως την πλέον αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπιση αυτού του είδους διαταραχών, συμβάλλοντας με ουσιαστικό τρόπο στην ψυχική ενδυνάμωση των παιδιών και στη βελτίωση της κοινωνικής τους επάρκειας (Kendall et al., 2005).
Τα παιδιά μέσα από ψυχοεκπαίδευση αποκτούν μεγαλύτερη επίγνωση των δυσλειτουργικών σκέψεων που βρίσκονται πίσω από το άγχος τους και τις αντικαθιστούν με περισσότερο βοηθητικές και ισορροπημένες. Αντιλαμβάνονται την τάση τους να εστιάζουν την προσοχή τους σε απειλητικά ερεθίσματα και να θεωρούν τον εαυτό τους αδύναμο να διαχειριστεί την κατάσταση. Επιπλέον, κατανοώντας τον δικό τους μοναδικό τρόπο φυσιολογικής αντίδρασης σε δύσκολες καταστάσεις, μπορούν να μάθουν να ανιχνεύουν και να διαχειρίζονται αυτά τα δυσφορικά σωματικά συμπτώματα. Περιορίζοντας την τάση τους να αποφεύγουν αγχογόνες καταστάσεις, μαθαίνουν να έχουν μία ρεαλιστική αντίληψη για τις προσωπικές τους ικανότητες και το δυναμικό τους, αποκτώντας την επιθυμία να ανταποκριθούν σε νέες προκλήσεις. Διατηρούν τον αυτοέλεγχό τους, αποκτούν συναισθηματική ανθεκτικότητα και αναπτύσσουν δεξιότητες λήψης αποφάσεων για την αποτελεσματικότερη επίλυση των προβλημάτων τους.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
American Psychiatric Association [APA] (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th Rev. ed). Washington DC: Author.
Bienvenu, J., & Ginsburg, G. (2007). Prevention of anxiety disorders. International Review of Psychiatry, 19(6), 647-654.
Costello, E. J., Mustillo, S., Erkanli, A. Keeler, G., & Angold, A. (2003). Prevalence and development of psychiatric disorders in childhood and adolescence. Archives of General Psychiatry, 60, 837-844.
Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2003). Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων – Αναπτυξιακή Προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω.
Kashani, J. H., & Orvaschel, M. (1990). A community study of anxiety in children and adolescents. American Journal of Psychology, 147, 313-318.
Kessler, R. C., Berglund, P., Demler, O., Jin, R., Merikangas, K. R.,& Walters, E.E. (2005). Lifetime prevalence and age-of-onset distributions of DSM-IV disorders in the National Comorbidity Survey Replication. Archives of General Psychiatry, 62, 593-602.
Kovacs, M. (2006). Next steps for research on child and adolescent depression prevention. American Journal of Preventive Medicine, 32, 184-185.
Monga, S., Young, A., & Owens, M. (2009). Evaluating a cognitive behavioral therapy group program for anxious five to seven-year-old children a pilot study. Depression and Anxiety, 26, 243-250.
Plummer, D. M. (2013). Αλλαγές, άγχος, Αγωνίες. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Sunderland, M. (2006). The Science of Parenting. Λονδίνο: Dorling Kindersley.
Waldron, S. (1976). The significance of childhood neuroses for adult mental health. A follow-up study. American Journal of Psychiatry, 133, 532-538