Ακολουθήστε το
στο Facebook για να μην χάνετε είδηση!
«Πρόκειται για κοινωνίες που δεν κυριαρχεί η επιθετικότητα και η αναρχία, όπως συχνά θεωρείται, αλλά κυριαρχεί ο ανταγωνισμός» τονίζει για τα Βορίζια και την ορεινή Κρήτη η κοινωνική ανθρωπολόγος Ουρανία Αστινάκη
Είτε ζεις στην Κρήτη είτε ζεις σε κάποιον άλλο τόπο, παρακολουθείς αυτές τις ημέρες «μουδιασμένος» τις εξελίξεις στα Βορίζια Ηρακλείου. «Γιατί να συμβαίνουν τέτοια περιστατικά το 2025»; Ερώτηση που τριγυρνάει στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, κυρίως εκείνων που δεν είναι κάτοικοι του νησιού. Στο νησί ξέρουν, γνωρίζουν ότι αυτά τα φαινόμενα συγκρούσεων, αντεκδικήσεων και έντονης βίας εκδηλώνονται όλα αυτά τα χρόνια σε μικρές ή μεγαλύτερες ορεινές ή ημιορεινές κοινότητες της Κρήτης, που διέπονται από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πολιτισμό ανυποταξίας». Γεγονότα που αφήνουν βαθιά σημάδια, ενίοτε βυθίζουν στο πένθος οικογένειες και ανοίγουν κύκλους βίας που κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα κλείσουν.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εξαγγελίες του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, φαίνεται πως η πολιτεία επιχειρεί να περάσει σε μια φάση διαχείρισης της κατάστασης. Μιας κατάστασης που οι ρίζες της είναι βαθιές και η εξέλιξή της μεταλλασσόμενη. Η κοινωνική ανθρωπολόγος Ουρανία Αστινάκη έχει μελετήσει το φαινόμενο της Κρήτης για 20 ολόκληρα χρόνια. Μάλιστα, για μεγάλα διαστήματα ζούσε εκεί, παρατηρώντας από κοντά τις εξελίξεις και καταγράφοντας ιστορίες και περιστατικά βίας και πόνου.
«Έχω κάνει ανθρωπολογική μελέτη πάνω στα φαινόμενα βίας στην ορεινή Κρήτη. Αυτό το έκανα για 20 χρόνια και έχω μια εικόνα από διαφορετικά μέρη της Κρήτης και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Πρόκειται για κοινωνίες που δεν κυριαρχεί η επιθετικότητα και η αναρχία, όπως συχνά θεωρείται, αλλά κυριαρχεί ο ανταγωνισμός. Ένας κανοναρχημένος ανταγωνισμός ανάμεσα στις οικογένειες, όχι σε όλες τις οικογένειες, σε μεμονωμένες και στα μέλη των οικογενειών αυτών, ειδικά στους άνδρες».
Γιατί στους άνδρες;
«Εκείνοι είναι που θεωρούνται ότι εκπροσωπούν τις οικογένειες. Στην ουσία, όλος αυτός ο ανταγωνισμός αναφέρεται στη διαμόρφωση της ανδρικής και της οικογενειακής ταυτότητας και έχει ως διακύβευμα το ποιος άνδρας ή οικογένεια αποδεικνύεται στην πράξη καλύτερος, δυνατότερος, ικανότερος από τον άλλο, μέσα από την επίδειξη των ικανοτήτων του, που τον καθιστούν πιο σεβαστό και πιο υπολογίσιμο. Συμπεριλαμβάνονται και οι γυναίκες σε αυτό, δεν διαφοροποιούνται επί της ουσίας. Ο ανταγωνισμός που διέπει αυτές τις αξίες, αντιλήψεις και πρακτικές του ανδρισμού και του οικογενειακού ονόματος εμπεριέχει έντονα στοιχεία υποβόσκουσας βίας και εμπεριέχει, επίσης, ως ενδεχόμενη εξέλιξη την κλιμάκωση προς την ανοικτή βία. Αυτός ο ανταγωνισμός ακολουθεί έναν χαλαρό κώδικα που επιδέχεται πολλούς χειρισμούς και αυτοσχεδιασμούς και επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες και απαντήσεις από όσους εμπλέκονται κάθε φορά. Αυτό ακριβώς εξασφαλίζει τις περισσότερες φορές τον έλεγχο της κατάστασης και τη διατήρηση της βίας σε υποβόσκουσα κατάσταση, αλλά και αφήνει χώρο στην κατευναστική δράση τρίτων προσώπων.
Αν και φαίνεται ότι οι έντονες εκφάνσεις των «οικογενειακών διαφορών» έχουν κοπάσει, οι παλαιοί μηχανισμοί δεν έχουν πλήρως εξαλειφθεί· μεταβάλλονται με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει να διαιωνίζεται η φιλοσοφία του ανταγωνισμού για την ανδρική και την οικογενειακή ταυτότητα και δύναμη.
«Πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Πρώτα απ’ όλα, δεν είναι κλειστές κοινωνίες· είναι ενταγμένες στο ελληνικό κράτος από πολλά χρόνια πριν. Γεγονός που σημαίνει ότι είχαν αστυνομικά τμήματα, διέθεταν δηλαδή πάντα κατασταλτικό μηχανισμό. Δεν γίνονται σήμερα τόσα φονικά όσα γίνονταν στο παρελθόν. Είναι πολύ πιο συγκρατημένοι και δεν θέλουν κιόλας· προσπαθούν να τα ελέγχουν όλα αυτά. Την κλιμάκωση δηλαδή προσπαθούν να την ελέγξουν και τις περισσότερες φορές το κατορθώνουν, γιατί όλοι βρίσκονται σε εγρήγορση για να ανιχνεύσουν έγκαιρα τις δυνάμει εκρηκτικές καταστάσεις και να προσπαθήσουν να παρέμβουν. Αποδεικνύεται αυτό, γιατί δεν νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη εγκληματικότητα η Κρήτη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Απλά τα περιστατικά που συμβαίνουν στην Κρήτη αποκτούν πάντα μεγάλη δημοσιότητα» και έχουν κάποτε έναν έντονα «θεατρικό», θεαματικό χαρακτήρα.
Οι οικογένειες εκεί στα ορεινά διαθέτουν μια ισχυρή ταυτότητα και μια σφιχτή, αρκετά ιεραρχική δομή που αποδέχεται εδώ και αιώνες τη βίαιη αντίδραση ως την κίνηση που αποκαθιστά την υπόληψη όταν αυτή αμφισβητείται. Τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να πει αν είναι για το καλύτερο ή αν τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα.
«Έχει χαλαρώσει πάρα πολύ αυτή η δομή πια. Είναι διαφορετική σε διαφορετικά μέρη. Μπορεί να είναι διαφορετική ακόμα και μέσα σε μια κοινότητα. Δηλαδή άλλες οικογένειες να είναι πολύ δεμένες και να δρουν συλλογικά με ιεραρχία και άλλες οικογένειες να είναι πολύ πιο χαλαρές ή και τελείως χαλαρές. Συνήθως οι μεγάλες οικογένειες είναι οι πιο δεμένες και λιγότερο οι μικρότερες. Μην ξεχνάμε ότι η Κρήτη ήταν σε μια διαρκή εξέγερση για να απελευθερωθεί από την οθωμανική κυριαρχία και να ενωθεί με την Ελλάδα. Δηλαδή από τότε υπήρχε μια υπερβολή στη δράση τους, με κορύφωση τη μεγάλη Κρητική Επανάσταση. Είχαν μια διαφορετικότητα ακόμα και στις επαναστατικές τους αντιδράσεις. Η ηρωοποίηση των Κρητικών έγινε απ’ έξω και οι ίδιοι απλώς το εκμεταλλεύτηκαν. Όλα αυτά φαίνεται να είναι αποτέλεσμα του τρόπου που συνδιαλέχθηκε και συνδιαλλάχθηκε η κεντρική εξουσία μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τους Κρητικούς τούς υποδέχτηκαν στο ελληνικό κράτος ως “ανυπότακτους ήρωες”. Υπήρχε εξαίρεση στον τρόπο αντιμετώπισης των φόνων. Αντιμετωπίζονταν ως εθιμογενή εγκλήματα και είχαν επιεική αντιμετώπιση.
Επειδή αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις οικογένειες για το όνομα και τη δύναμη των ανδρών της έχει εντέλει διακύβευμα την ισχύ και διαμορφώνει σχέσεις ισχύος, όποιος αναδεικνύεται ισχυρότερος έχει και την εξουσία. Με αυτούς τους ισχυρούς συνδιαλέχθηκε το ελληνικό κράτος. Από αυτές τις κοινότητες βγήκαν άνθρωποι πολιτικά ισχυροί σε ευρύτερο επίπεδο και όχι μόνο στο επίπεδο της κοινότητας, και δημιούργησαν ένα δίκτυ προστασίας αυτού του “πολιτισμού ανυποταξίας”, δηλαδή παραβατικότητας προς τους νόμους του ελληνικού κράτους. Ένα δίχτυ υπόθαλψης των φαινομένων βίας που εμπεριέχει. Δεν λέω ότι αυτή η προστασία ήταν γενική· δεν απευθυνόταν σ’ όλους, αλλά στους ισχυρούς. Τους μη φιλικά διακείμενους τούς καταδίωκε. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι στις τοπικές κοινότητες, εδώ και χρόνια, που έβλεπαν το αδιέξοδο. Όμως, έστω και ένας να συνέχιζε στο παλιό μοτίβο της ανταγωνιστικής επιβολής, οι άλλοι ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν.
Με τον άνδρα πρωταγωνιστή και τη γυναίκα συνοδοιπόρο, όλα αυτά τα χρόνια χύθηκε αρκετό μελάνι για τις βεντέτες της λεβεντογέννας.
«Η εμπορευματοποίηση της αντριάς είναι πάρα πολύ έντονη και υπάρχει τεράστια διάσταση απόψεων στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Η συζήτηση είναι πολύ έντονη και τα χωριά διχασμένα. Ένας όμως να ανάψει τη φιτιλιά, να προκαλεί και να μην σέβεται τους άλλους, δεν μπορούν οι υπόλοιποι να παραμείνουν άπραγοι. Και αυτό είναι σε όλες τις πρακτικές, και στη ζωοκλοπή, και στην οπλοφορία, και στους καβγάδες, και στις επιμέρους διαφορές».
Ποιος ο ρόλος της μητέρας σε όλη αυτή την ιστορία;
«Δεν θα έλεγα τον ρόλο της μάνας αλλά τον ρόλο των γυναικών ευρύτερα. Οι γυναίκες, λοιπόν, μπορεί να δράσουν κατευναστικά, μπορεί να αναλάβουν και οι ίδιες πρωτοβουλία συμφιλίωσης, πάντα από το παρασκήνιο. Δεν κάνουν αυτές τους σασμούς, τους κάνουν οι άνδρες. Οι γυναίκες μπορεί, όμως, και να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Όχι κατ’ ανάγκην μιλώντας με τα λόγια· εδώ είναι κοινωνίες του άρρητου, του βλέμματος, του μισόλογου. Αυτά είναι ο κώδικας… Τα Βορίζια, πάντως, απ’ ό,τι ξέρω, παρά το περιστατικό του 1955, δεν είναι στον “σκληρό πυρήνα” των ορεινών κοινοτήτων στις οποίες αναφέρομαι. Τώρα νομίζω ότι υπάρχει μια διασπορά και κατοίκων αυτών των κοινοτήτων, των ορεινών δηλαδή, αλλά και των αξιών τους, καθώς και των πρακτικών τους. Αυτό που κάποτε ήταν πιο σταθερό τώρα είναι πιο απρόβλεπτο. Και διαπιστώνουμε ότι σιγά σιγά ενστερνίζονται αυτή τη συμπεριφορά του ανταγωνιστικού ανδρισμού και άλλες κοινωνικές ομάδες».
Πρόκειται για απερίσκεπτα μακελειά ή για ανθρώπους που «υπερασπίζονται» την ιστορία τους και τη βαριά κληρονομιά τους;
«Υπάρχει μια πολύ έντονη συζήτηση στα εσωτερικά των χωριών, και όσο πιο πυκνοί οικισμοί είναι τόσο πιο έντονη είναι αυτή η συζήτηση. “Συνεχίζουμε έτσι; Πυροβολούμε όπου να ’ναι;” Υπάρχει μεγάλος προβληματισμός στους μεγαλύτερους όταν βλέπουν τους νέους να ταυτίζουν τον ανδρισμό μ’ ένα όπλο που πια έχει γίνει φετίχ ή μ’ ένα μαύρο πουκάμισο».
Τα νέα παιδιά γιατί δεν έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από αυτόν τον κύκλο αίματος;
«Δεν έχουν καταφέρει αρκετοί να ξεφύγουν από αυτή τη νοοτροπία. Κάποιοι άλλοι μπορεί να τα έχουν καταφέρει. Κάποιοι θεωρούν ότι έτσι είναι, δεν το βλέπουν αρνητικά. Πάντως, το βάρος να ζεις σε ένα περιβάλλον που η πιθανότητα κλιμάκωσης του ανταγωνισμού προς τη βία να είναι πάντα παρούσα, αυτό το βάρος το αισθάνονται όλοι».
Πιστεύετε ότι τα νέα μέτρα που παίρνει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα βοηθήσουν στην καταστολή της βίας, θα διορθώσουν τα πράγματα και θα δοθεί τελικά μία λύση στο πρόβλημα;
«Νομίζω πως όταν θέλεις κάτι να το αντιμετωπίσεις δεν ξεκινάς από την καταστολή. Προσπαθείς να το καταλάβεις και να δεις τι μέτρα θα πάρεις. Άλλα ευρύτερα κοινωνικά μέτρα, όχι κατασταλτικά μέτρα. Δεν μπορείς περήφανους ανθρώπους να τους καθυποτάξεις έτσι, με τη διαρκή παρουσία και αστυνόμευση. Το είχαν κάνει και το 2007 και δεν απέδωσε τότε. Το κέντρο βάρους εκτιμώ ότι θα μεταφερθεί στο ότι θα παρακάμψουν τελικά την αστυνομία. Μου φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί. Η οπλοφορία είναι σύγχρονο φαινόμενο. Παλιά στο όπλο υπήρχε ένα τελετουργικό· ο άνδρας το είχε κρυμμένο στην τσέπη του και μόνο εάν είχε τρέχουσα διαφορά το είχε μαζί του. Τώρα όλοι κυκλοφορούν απροκάλυπτα, νομίζω, με όπλα. Είχαν ένα όπλο και όχι συλλογή. Τώρα έχουν ένα για τους γάμους, καλάσνικοφ, ένα περίστροφο για άλλες περιπτώσεις κ.ά.… Όπως παλιά κάναμε εμείς τις μπίλιες, εκείνοι κάνουν ποιος έχει τι και ποιανού το όπλο έχει καλύτερο ήχο. Αφήστε που αναγνωρίζουν ποιος πυροβολεί από τον ήχο του όπλου που έχει ο καθένας. Πώς βρίσκονται τα όπλα στα χέρια τους; Δεν έχω δει καμιά κυβέρνηση να παίρνει μέτρα για το λαθρεμπόριο όπλων επί τόπου. Σφαίρες επίσης. Πώς τις βρίσκουν και πώς τις αγοράζουν; Ένα σημαντικό μέρος των επιδοτήσεων, πολύ συχνά, όχι πάντα, επενδύεται στα όπλα. Και από τότε ξεκίνησε αυτή η πρακτική, από τις επιδοτήσεις το 1980 και το 1985. Οι κοινωνίες είναι δυναμικές και θα δούμε τι θα γίνει· εάν υπάρχει μια ενασχόληση πάντως από τις αρχές, θα πρέπει να είναι σταθερή και πολύπλευρη, κοινωνική και όχι κατασταλτική».




