Ακολουθήστε το στο Facebook για να μην χάνετε είδηση!
Ο Μιχάλης Ναλετάκης για τα τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο 273 άτομα
Πενήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αποφράδα 8η Δεκεμβρίου του 1966, τη “μαύρη” μέρα που 273 άνθρωποι βυθίστηκαν μια για πάντα στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, λίγα μόλις λεπτά μετά το ναυάγιο του επιβατικού-οχηματαγωγού πλοίου “Ηράκλειον”, στ’ ανοικτά της βραχονησίδας Φαλκονέρα, πολύ κοντά στη Μήλο.
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η μαρτυρία του Μιχάλη Ναλετάκη, ο οποίος εργαζόταν στο “Ηράκλειο” μέχρι και μερικούς μήνες πριν το ναυάγιο και ο οποίος είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην εφημερίδα “Νέα Κρήτη”.
Ο κ. Ναλετάκης ήταν τον Δεκέμβριο του 1966 μόλις 23 ετών: Όπως εξηγεί, ήταν εκείνος που το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου “ξεκαπέλωσε” τους πλωριούς κάβους του “Ηράκλειον” για το στερνό του ταξίδι”.
Μιλώντας στη δημοσιογράφο της “ΚΡΗΤΗ TV” Ράνια Μωραΐτη (η συνέντευξη είχε παραχωρηθεί το 2018), ο κ. Ναλετάκης αναφέρθηκε στους φίλους του που έχασε για πάντα στο τελευταίο μπάρκο του “Ηράκλειον”, για τη σιγουριά που ενέπνεε το μοιραίο καράβι σε πλήρωμα και επιβάτες, αλλά και την αναποφασιστικότητα που έδειξε – σύμφωνα με τον ίδιο – ο καπετάνιος, ο οποίος δίστασε να “κόψει” ταχύτητα το μοιραίο βράδυ της 7ης προς 8η Δεκεμβρίου του 1966.
«Μπήκα (σ.σ. στο “Ηράκλειον”) τον Ιούνιο του 1965 και έφυγα τον Δεκέμβριο. Μετά παρουσιάστηκα στο ναυτικό και τον επόμενο Δεκέμβριο έγινε το ατύχημα. Το πλοίο έκανε αρχικά δρομολόγια Ηράκλειο-Πειραιάς, πριν το αλλάξουν και το πάνε στα Χανιά. Οπότε, κάθε δεύτερη ημέρα, εγώ έσμιγα με την παρέα την παλιά: Κάθε βράδυ, φεύγοντας, συναντιόμασταν, τα λέγαμε, “γεια χαρά”, “καλό ταξίδι”, κ.λπ.».
Ο Μιχάλης Ναλετάκης μίλησε και για όλα όσα έλαβαν χώρα στη γέφυρα του “Ηράκλειον” το διάστημα πριν τη βύθιση του πλοίου. «Ο καπετάνιος ήταν λιγάκι αναποφάσιστος. Ήταν κάποιος γεροντάκος. Τον είχαν φέρει εκτάκτως να κάνει κάποια δρομολόγια. Είχαν μαζευτεί όλοι 12 η ώρα πάνω (σ.σ. στη γέφυρα) και του έλεγαν “κόψε λίγο ταχύτητα γιατί ζορίζεται το σκάφος”. Είχε 8 μποφόρ. Κι είπε (σ.σ. ο καπετάνιος) “τι θα πει το γραφείο, άμα καθυστερήσουμε κ.λπ.;”».
Εκείνη την ώρα έρχεται ένας ναύτης (ο δεύτερος της βάρδιας) και λέει “έσπασε η πόρτα του γκαράζ κι έφυγε το φορτηγό μαζί με τον άνθρωπο μέσα”! Εκεί πανικοβλήθηκε ο καπετάνιος… “Τι θα πει ο κόσμος τώρα που χάσαμε άνθρωπο;”», μας διηγείται ο κ. Ναλετάκης, ο οποίος συμπληρώνει ότι όσοι βρέθηκαν στο γκαράζ του πλοίου κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε σωτηρία.
Ο 75χρονος Κρητικός αναφέρθηκε και στο μοιραίο φορτηγό που μετέφερε εσπεριδοειδή και την καθυστερημένη επιβίβασή του στο “Ηράκλειον”.
Εκείνη την εποχή, οι ναυτιλιακές εταιρείες, λόγω ανταγωνισμού, δεν άφηναν ούτε ένα φορτηγό να μείνει εκτός πλοίου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έφταναν στο λιμάνι με καθυστέρηση. Το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου του 1966, ο απόπλους αναβλήθηκε δις για λίγη ώρα, προκειμένου να επιβιβαστούν δύο φορτηγά που έφτασαν με καθυστέρηση στο λιμάνι. Το δεύτερο από τα φορτηγά ήταν εκείνο που φέρεται να απασφαλίστηκε και να χτύπησε με δύναμη στον καταπέλτη, με αποτέλεσμα εκείνος να σπάσει και το όχημα να βρεθεί στη θάλασσα…
«Προσπαθούσαν να “πιάσουν” και το τελευταίο αυτοκίνητο. Ξαναλύνει λοιπόν το καράβι, κάνει να φύγει ξανά, ξανά δεύτερο κορνάρισμα, αυτή τη φορά από το Bussinag, το άσπρο φορτηγό με τα πορτοκάλια… Το μοιραίο!
Γιατί αυτό μπήκε έτσι εγκάρσια, επειδή δεν είχε άλλο χώρο, και λένε ότι φταίει αυτό το φορτηγό επειδή χτυπούσε μπρος-πίσω τον καταπέλτη, με αποτέλεσμα αυτός να σπάσει. Ο καταπέλτης ήταν στα πλάγια. Δεν ήταν πίσω», μας εξηγεί ο κ. Ναλετάκης.
Εξάλλου, ο κ. Ναλετάκης μίλησε στην εφημερίδα “Νέα Κρήτη” για τους φίλους του που στάθηκαν τυχεροί και σώθηκαν, αλλά και σ’ εκείνους που χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά του Αιγαίου.
”Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το απόγευμα”
«Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από την ημέρα του πολύνεκρου ναυαγίου του Ο/Γ “Ηράκλειον”, δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου 1966 που “ξεκαπέλωσα” τους πλωριούς κάβους του οχηματαγωγού για το στερνό του ταξίδι. Έτσι σήμερα θα ήθελα να παραθέσω μερικές αναμνήσεις από την εποχή εκείνη σαν μνημόσυνο στους φίλους μου και τους υπόλοιπους ανθρώπους που χάθηκαν εκείνο το βράδυ.
Διευκρινίζω ότι τον καιρό εκείνο υπηρετούσα τη θητεία μου σε ένα μικρό πετρελαιοφόρο τού τότε Βασιλικού Ναυτικού, τον “Προμηθέα”, το οποίο για λόγους ασφαλείας έδενε έξω από τον Ναύσταθμο δυτικά της πολιτικής προβλήτας, ενώ τα οχηματαγωγά και τα φορτηγά έδεναν ανατολικά.
Μέρα παρά μέρα, λοιπόν, είχα επαφή με τους παλιούς μου συναδέλφους, ενώ ο μάγειρας, ο μαστρο-Νικόλας ο Λυμπεράτος, επέμενε να μου κάνει το τραπέζι όποτε βρισκόμουν στο καράβι. Ο άνθρωπος αυτός, λόγω της ονομαστικής του εορτής, είχε μείνει στον Πειραιά ανεπίσημα και φερόταν σαν αγνοούμενος, μέχρι που βγήκε στις εφημερίδες και διέλυσε την παρεξήγηση.
Επίσης σώθηκε ο καλός μου φίλος, ο Άγγελος Καμπούρης, καθώς και ο υπολοστρόμος, ο Γκόπας, ενώ μέσα στους χαμένους ήταν και ένας “χρυσός” άνθρωπος, ο ανθυποπλοίαρχος Δημήτριος Τζαγκαράκης από την Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, ο οποίος, όπως έχω ξαναναφέρει, μου έμαθε πολλά πράγματα.
Η γενική εκτίμηση ήταν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για το τεράστιο σκάφος, διότι το μέγεθος, η κατασκευή, η ταχύτητα και γενικά όλα τα πρωτόγνωρα προσόντα που διέθετε έναντι των μέχρι τότε σκαφών και των μετασκευασμένων πετρελαιοφόρων του Ευθυμιάδη τού έδιναν μια αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας, και κανείς δε θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό το μεγαθήριο ήταν δυνατό να κινδυνέψει.
Πολλές φορές μάλιστα, όταν ταξιδεύαμε με κακοκαιρία – πράγμα που συνέβαινε τακτικά – το πλήρωμα το απολάμβανε, γιατί, παρά τα 7 και τα 8 μποφόρ, το πλοίο ταξίδευε με τη σιγουριά που του έδινε ο όγκος του.
Υπήρχαν φήμες ότι το πλοίο άνοιξε και ότι το τσιμέντο ταχείας πήξεως που υπήρχε στο κύτος επιτάχυνε τη βύθιση του πλοίου. Αυτό, τουλάχιστον κατά την προσωπική μου γνώμη, ήταν λάθος. Το ξέρω γιατί, ως μέλος του πληρώματος, είχα κατέβει πολλές φορές στο κύτος – από τις ανθρωποθυρίδες του γκαράζ – για συντήρηση και βάψιμο των τοιχωμάτων με το ειδικό κατράμι που χρησιμοποιείται γι’ αυτή τη δουλειά, και δεν είχα δει τουλάχιστον σε εκείνο το μέρος μπαλώματα τσιμέντου».
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ο καταπέλτης, του οποίου οι τέσσερις μεντεσέδες έκοβαν και κολλιόνταν συνέχεια, με αποτέλεσμα μετά από λίγο να μην κλείνει τελείως.
Προ ημερών μιλούσα με τον λοστρόμο Θεόδωρο Μ., ο οποίος ζει στον Πειραιά, και μου θύμισε την αγωνία εκείνης της βραδιάς: Με προτροπή του αρχιλογιστή και πολλών οδηγών, είχε ανέβει στη γέφυρα και προσπάθησε με τους υπόλοιπους αξιωματικούς να πείσουν τον καπετάνιο να μειώσει ταχύτητα, διότι πολλά φορτηγά είχαν μετακινηθεί και είχαν πάθει ζημιές. Αλλά αυτός δεν έκοβε ταχύτητα, με αποτέλεσμα να πέσει το λευκό Bussinag πάνω στον καταπέλτη και να τον παρασύρει στη θάλασσα, γεγονός που ήταν η αρχή του τέλους για το σκάφος. Αυτά σαν μνημόσυνο στους αδικοχαμένους εκείνου του ναυαγίου», γράφει ο Μιχάλης Ναλετάκης.
«SOS από “Ηράκλειον”: Βυθιζόμαστε»
Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1949 στη Γλασκόβη της Σκοτίας, ως δεξαμενόπλοιο με το όνομα “Λέστερσαϊρ”, για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας. Ήταν χωρητικότητας 8.922 κόρων και είχε μήκος 498 πόδια, πλάτος 60 πόδια, βύθισμα 36 πόδια, ενώ ανέπτυσσε ταχύτητα 17 κόμβων. Το 1964, μετά τη μετασκευή του σε οχηματαγωγό, περιήλθε στην κραταιά – τότε – εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου (“Typaldos Lines”). Ένα χρόνο μετά, το πλοίο ονομάζεται “Ηράκλειον” και δρομολογείται στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, με δυνατότητα μεταφοράς 1.000 επιβατών και 300 αυτοκινήτων.
Για τη μετατροπή του πλοίου σε οχηματαγωγό είχε απαιτηθεί η αφαίρεση των υποκαταστρωμάτων και έρματος βάρους 200 τόνων, για να γίνει το γκαράζ. Ως αποτέλεσμα, προέκυψε ανύψωση του μεσοκεντρικού βάρους και μειώθηκε η ευστάθεια του πλοίου. Η χορήγηση άδειας πλοϊμότητας από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ήταν σκάνδαλο, το οποίο δυστυχώς πέρασε ατιμώρητο.
Το “Ηράκλειον” αναχώρησε για τον προορισμό του στις 7:20 το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου, με καπετάνιο τον Εμμανουήλ Βερνίκο. Εκείνο το βράδυ ο καιρός ήταν βροχερός και στο Αιγαίο έπνεαν άνεμοι έντασης 8 έως 9 μποφόρ, σύμφωνα με το σήμα που έφτασε στο Λιμεναρχείο Χανίων…
Λίγες μόνο ώρες μετά, περίπου 13 λεπτά μετά τις 2 τα ξημερώματα, ο ασυρματιστής εξέπεμπε σήμα κινδύνου: «SOS από “Ηράκλειον”, στίγμα μας 36 μοίρες 52′ Β., 24 μοίρες 08 Α. Βυθιζόμαστε». Μετά η απόλυτη σιγή… Το πλοίο βυθίζεται μέσα σε ελάχιστο χρόνο, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί επιβάτες να παγιδευτούν στις καμπίνες τους. Μερικές δεκάδες μόνο κατάφεραν να βουτήξουν στα παγωμένα νερά.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η βύθιση του πλοίου υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της “μπουκαπόρτας”, έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχόμενων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.
Το ναυάγιο του “Ηράκλειον” ήταν μια πρωτοφανής τραγωδία για τα ελληνικά δεδομένα: Τα θύματα δε δικαιώθηκαν ποτέ από τις δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο ο θάνατος τόσων πολλών ανθρώπων αφύπνισε το ελληνικό κράτος, το οποίο προχώρησε στη δημιουργία του Θαλάμου Επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία. Εξάλλου, το ναυάγιο του “Ηράκλειον” προκάλεσε την κατάρρευση της Typaldos Lines, που κυριαρχούσε μέχρι τότε στην εγχώρια ακτοπλοΐα.
Το ζήτημα των νεκρών και οι επιζώντες
Πολλές πηγές κάνουν λόγο για 224 νεκρούς. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετές που ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε 247, 273, αλλά και 277. Ο δήμαρχος Χανίων σε γραπτό μήνυμά του στις 8 Δεκεμβρίου του 2013 ανέφερε: «Σαράντα επτά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (σ.σ. το 2013) από την αποφράδα ημέρα της 8ης Δεκεμβρίου του 1966, όταν στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας σημειώθηκε το ναυάγιο του επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου “Ηράκλειον”, στον υγρό τάφο του οποίου παρασύρθηκαν 273 ψυχές».
Την ίδια ακριβώς μέρα, παρουσιάστηκε στα Χανιά το βιβλίο του Γιώργου Τρανταλίδη με τίτλο “Το ναυάγιο της Φαλκονέρας-Ηράκλειον”. Όπως υποστήριξε ο συγγραφέας, τα θύματα του “Ηράκλειον” ήταν 277, χωρίς σε αυτούς να συμπεριλαμβάνονται φυλακισμένοι και αθίγγανοι που βρίσκονταν μέσα στο πλοίο.
Παρά τις διιστάμενες απόψεις περί του αριθμού των νεκρών, οι περισσότερες βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές συμφωνούν αναφορικά με τον αριθμό των διασωθέντων: Συνολικά διασώθηκαν από τη θάλασσα 47 ναυαγοί, ενώ εντοπίστηκαν μόλις 25 σοροί.